Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού από το βήμα της 83ης ΔΕΘ για τις εν γένει μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών που αφορούν και τον κλάδο μας, καθώς και για την αντικατάσταση της επιβάρυνσης 11% για την επικουρική, με ένα σταθερό ποσό 65 ευρώ, αποτελούν αναμφίβολα μια ικανοποιητική εξέλιξη.
Μια παρατήρηση είναι, πως τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να νομοθετηθούν και να ισχύσουν το συντομότερο δυνατό και να μην παραμείνουν επί μακρόν στη «σφαίρα» της εξαγγελίας.
Ο κλάδος των μηχανικών, με δεδομένο τον όγκο συμμετοχής του κατασκευαστικού κλάδου στο ΑΕΠ της χώρας επί δεκαετίες, αποτέλεσε, αναλογικά πάντα, ένα από τα πιο σημαντικά «θύματα» της μακρόχρονης κρίσης.
Οι μηχανικοί και ιδιαίτερα εκείνοι που είναι αυτοαπασχολούμενοι ή διατηρούν μικρές εταιρείες, βρίσκονται εδώ και πολλά έτη σε επιχειρηματικό τέλμα, με τις υψηλές εισφορές να αποτελούν τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια εξόδου από αυτό.
Από την άλλη πλευρά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι μειώσεις των εισφορών από μόνες τους, δεν αρκούν για την ανάταξη που περιμένει, όχι απλά ο κλάδος, αλλά η πραγματική οικονομία στο σύνολό της.
Για την ουσιαστική -και με διάρκεια- επανεκκίνηση , χρειάζονται τολμηρές πολιτικές, τόσο στο πεδίο των εξαντλητικών φόρων και αντικινήτρων, όσο και στο πεδίο των θεσμικών και γραφειοκρατικών παρεμβάσεων. Πόσο μάλλον για τη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία, όπου οι επιπτώσεις της κρίσεις υπερβαίνουν ως συνήθως τα δεδομένα του μέσου όρου της χώρας.
Τα ωραία λόγια περί «πρωτεύουσας των Βαλκανίων» είναι χιλιοειπωμένα και αποτελούν κενό γράμμα, όταν δεν συνοδεύονται από τις ανάλογες πολιτικές που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια τέτοια δυναμική. Πόσο μάλλον, όταν συνοδεύονται από ενέργειες που δυσκολεύουν τη συμμετοχή των μικρομεσαίων –κατά κύριο λόγο- τεχνικών και μελετητικών εταιρειών της κεντρικής Μακεδονίας, στον ανταγωνισμό. Και μάλιστα για μελέτες και έργα, που αφορούν τη Θεσσαλονίκη, όπως η επικαιροποίηση του master plan του 2003 για την αντιπλημμυρική θωράκιση της πόλης.
|