Ο κλάδος των κατασκευών παραμένει ένας από τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας εκπροσωπώντας το 11% του ΑΕΠ, καθώς η στενή διασύνδεση της κατασκευαστικής δραστηριότητας με τη βιομηχανία δομικών και άλλων υλικών, με αρχιτεκτονικές και μελετητικές δραστηριότητες, με το Εμπόριο, αλλά και η θεμελιώδης συμβολή στις Δημόσιες υποδομές, τον Τουρισμό, τη Βιομηχανία και την οικιστική ανάπτυξη, καθιστούν τις Κατασκευές στρατηγικό τομέα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από μελέτη του ΙΟΒΕ, με τίτλο “Οι αναπτυξιακές προοπτικές των Κατασκευών στην Ελλάδα”.
Ωστόσο, εξαιτίας της κρίσης ο κλάδος έχει υποστεί μεγάλες επιπτώσεις. Η προστιθέμενη αξία του ευρύτερου τομέα των Κατασκευών μειώθηκε την περίοδο 2007-2017 κατά 51%, από 22,4 δισ. το 2007 σε €10,8 δισ. το 2017. Η προστιθέμενη αξία του τομέα των Κατασκευών αντιστοιχούσε το 2017 στο 5,2% του ΑΕΠ έναντι 8,8% στην ΕΕ28.
Στον κλάδο απασχολούνταν το 2017 περίπου 202.000 άτομα και στους υπόλοιπους κλάδους του τομέα των Κατασκευών άλλα 135.000 άτομα. Μετά τη σημαντική μείωση της απασχόλησης, ο κατασκευαστικός τομέας συγκέντρωσε το 2017 το 8,1% της συνολικής απασχόλησης στην ελληνική οικονομία, έναντι 11,7% το 2007.
Το 2017 δραστηριοποιήθηκαν περίπου 74.100 κατασκευαστικές επιχειρήσεις. Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις Κατασκευές μειώθηκε κατά περίπου 39.000 μεταξύ 2009 και 2017. Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου των Κατασκευών στην Ελλάδα (98,1% το 2016) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις (ατομικές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενοι – επιχειρήσεις με απασχόληση μικρότερη από 10 άτομα).
Η συνολική συνεισφορά του κλάδου των Κατασκευών σε όρους ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2017 σε €19,9 δισεκ. (περίπου 11% του ΑΕΠ της χώρας). Σε όρους απασχόλησης, και λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, η συνολική συνεισφορά της κατασκευαστικής δραστηριότητας υπολογίζεται σε 505 χιλ. θέσεις εργασίας. Προκύπτει δηλαδή, ότι για κάθε €1 που δαπανάται στον κλάδο των Κατασκευών προστίθεται €1,8 στο ΑΕΠ της χώρας, εκ του οποίου €0,4 καταλήγουν στα ταμεία του κράτους. Αντίστοιχα, για κάθε €1 εκατ. αξίας που παράγουν οι Κατασκευές, δημιουργούνται 44,5 θέσεις εργασίας στην οικονομία, εκ των οποίων οι 18 αφορούν άμεσα τον κλάδο των Κατασκευών.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η επιτάχυνση στην υλοποίηση ήδη σχεδιασμένων – προγραμματισμένων έργων υποδομής, που για διάφορους λόγους καθυστερούν, όπως για παράδειγμα το Ελληνικό, πρέπει να είναι πρωταρχικό μέλημα.
Ένα σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη του κλάδου είναι το σύστημα δημοπράτησης και ανάθεσης δημόσιων έργων. Οι υπερβολικές εκπτώσεις που παρατηρούνται στους διαγωνισμούς καθιστούν επιτακτική ανάγκη την ανάπτυξη και εφαρμογή αξιόπιστου συστήματος εντοπισμού των Ασυνήθιστα Χαμηλών Προσφορών (ΑΧΠ) και αποκλεισμού τους από τους διαγωνισμούς. Η ανάπτυξη Εθνικού Συστήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Τιμολόγησης Έργων αποτελεί προϋπόθεση για την εξομάλυνση των προβλημάτων που υπάρχουν στο σύστημα ανάθεσης δημόσιων έργων.
Η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας δεν μπορεί παρά να προέλθει και από την τόνωση των επενδύσεων σε νέες κατοικίες και άλλα κτήρια. Η απόκλιση των επενδύσεων σε κατοικίες στην Ελλάδα (0,6% του ΑΕΠ το 2017) συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ (4,9%) είναι εξαιρετικά μεγάλη. Συνδέεται με διάφορους παράγοντες, όπως ο περιορισμός της τραπεζικής χρηματοδότησης και η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών, ωστόσο, σημαντική επίπτωση είχε και η επιβολή υψηλών φόρων επί της ακίνητης περιουσίας (ΕΕΤΗΔΕ και ΕΝΦΙΑ).
Στο πλαίσιο αυτό, η επιτάχυνση του ρυθμού ενεργειακής αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα θα μπορούσε να τονώσει σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση. Στην ίδια κατεύθυνση εκτιμάται ότι θα λειτουργούσε και η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και η μείωση του ΦΠΑ στην οικοδομή από 24% σε 13%.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο υπολογίστηκε ότι η σταδιακή αύξηση των επενδύσεων σε Κατασκευές στον μέσο όρο της ΕΕ θα έχει πρόσθετα οφέλη στην οικονομία και την απασχόληση, οδηγώντας σε υψηλότερο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ έως και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες και αύξηση των θέσεων εργασίας κατά περίπου 230.000 σε ορίζοντα δεκαετίας.
Δείτε ολόκληρη την μελέτη του ΙΟΒΕ, ΕΔΩ και σε μορφή παρουσίασης ΕΔΩ.