Search
Close this search box.

Αρχαιολογικός περίπατος στην Εγνατία οδό

Ε. Κωνσταντινίδου

Παρεμβάσεις συνοχής στον δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης*

Περίληψη

Ο σημερινός πολεοδομικός ιστός της Θεσσαλονίκης έχει σημαδευτεί από δύο μεγάλα γεγονότα μέσα στον 20ο αιώνα, τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις εκσκαφές για την κατασκευή του Μετρό, τα οποία προκάλεσαν βίαιες μεταβολές και τροποποίησαν την ιστορική στρωματογραφία της πόλης. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις, κυρίως, αφορούν στην οδό Εγνατία: η μία εκατέρωθεν της και η άλλη κατά μήκος της.

Κατά τις εκσκαφές, για τη διάνοιξη των σηράγγων του Μετρό κατά μήκος της οδού Εγνατίας, ήρθαν στο φως στοιχεία που ολοκληρώνουν την ιστορική και αστική εικόνα της πόλης: μεγάλα τμήματα της ιστορικής Εγνατίας Οδού, του σημαντικότερου συνδετικού άξονα Ανατολής και Δύσης που διανύει την πόλη από την ίδρυσή της έως σήμερα, καθώς και το τετράπυλο, οι κιονοστοιχίες και τα όμορα κτίσματα του μαρμάρινου στωικού δρόμου, βρέθηκαν σχεδόν σε άριστη κατάσταση. Η πολιτισμική και ιστορική αξία των ευρημάτων αυτών, σε συνδυασμό με το πλήθος σημαντικότατων μνημείων των διαφόρων ιστορικών περιόδων που σώζονται στο κέντρο της πόλης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν δυναμικό μέρος του πολεοδομικού ιστού, αλλά και στόχο κάθε μελλοντικού αστικού ανασχεδιασμού.

Η αναβίωση της πόλης μέσα από την ανάδειξη τεκμηρίων της διαχρονικά ένδοξης ιστορίας της, συνέστησε το όραμα για το σχεδιασμό ενός υπαίθριου δημόσιου αρχαιολογικού περιπάτου με στόχο, πρώτον τη διατήρηση των ανεκτίμητων ευρημάτων στη θέση τους και την ενσωμάτωση των μνημείων στον ιστό της πόλης, δεύτερον την αξιοποίηση των πολλαπλών επιπέδων για την αναγνωσιμότητα των σημαντικών ιστορικών περιόδων, και τρίτον την ενοποίηση του μνημειακού πλούτου ώστε να αποκατασταθεί η ιστορική της συνοχή και να αποδοθεί στην καθημερινή ζωή των κατοίκων ως ένας περίπατος ζωτικής σημασίας (όπως αποτέλεσε και ο περίπατος της Νέας Παραλίας).

* Μέρος της εισήγησης παρουσιάστηκε στα πλαίσια διπλωματικής εργασίας που εκπονήθηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με τίτλο «Αρχαιολογικός περίπατος στην Εγνατία Οδό: αφορμή για παρεμβάσεις συνοχής στον ιστό της Θεσσαλονίκης», υπό την επίβλεψη των καθηγητών Γεωργίας Μαρίνου και Κωνσταντίνου Μωραΐτη, τους οποίους ευχαριστώ στην παρούσα εισήγηση.

1 Εισαγωγή

Μνημεία και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αποτελούν μέρος του σύγχρονου αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης, αλλά και της καθημερινότητας των ανθρώπων. Σε αυτά, προστέθηκαν πρόσφατα τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως μετά από εκτεταμένες ανασκαφές που ακολούθησαν τις εκσκαφές για τη διάνοιξη του Μετρό, τα οποία δύνανται να ολοκληρώσουν την αστική αφήγηση της ιστορίας της πόλης. Μέσα από το σχεδιαστικό παράδειγμα ενός αρχαιολογικού περιπάτου, η παρούσα εισήγηση επιδιώκει να παρουσιάσει ένα όραμα για το δημόσιο χώρο του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, έτσι ώστε να αποτελέσει μια πρόταση και μια αφορμή για παρεμβάσεις συνοχής σε ιστούς πόλεων που συμπεριλαμβάνουν την ιστορία τους στο αστικό περιβάλλον.

2 Ιστορικό πλαίσιο

Η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο λιμάνι των Βαλκανίων και δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας πάνω στον άξονα Ανατολής – Δύσης, παρουσιάζει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό: διατηρεί τον πολεοδομικό ιστό από την ίδρυσή της από τον Κάσσανδρο τον 4ο αιώνα π.Χ. (Vitti 1996) και σώζει το ιστορικό κέντρο μέσα στα τείχη της, με πλήθος σημαντικότατων μνημείων από όλες τις ιστορικές περιόδους (Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και Τούρτα 1997) [Εικ.1].
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο πολεοδομικός ιστός του κέντρου της Θεσσαλονίκης σημαδεύτηκε από δύο μεγάλα γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν βίαιες μεταβολές τροποποιώντας την ιστορική στρωματογραφία της πόλης. Το πρώτο ήταν η πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του ιστού κυρίως άνω και κάτω της οδού Εγνατίας, αλλά και πολλά σπουδαία κτίρια που μέχρι τότε χαρακτήριζαν την αρχιτεκτονική όψη της πόλης, ενώ παράλληλα άλλαξε ριζικά τις παραδοσιακές στάθμες της πόλης λόγω επιχώσεων (ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η Παναγιά των Χαλκέων, της οποίας η ιστορία και η βύθιση παρουσιάζουν τις αλλαγές της στάθμης του επιπέδου της πόλης). Το δεύτερο ήταν οι εκσκαφές για την κατασκευή του Μετρό που ξεκίνησαν το 2006 και έφεραν στο φως μεταξύ άλλων τα επάλληλα επίπεδα στρωματογραφίας της πόλης. Κατά τον τρόπο αυτό, και οι δύο αυτές περιπτώσεις αφορούν στην Εγνατία˙ η πυρκαγιά εκατέρωθεν της και η διάνοιξη του μετρό κατά το μήκος της.

Εικόνα 1 Μνημεία από διαφορετικές ιστορικές περιόδους στο κέντρο Θεσσαλονίκης (Προσωπικό αρχείο και επεξεργασία).

Η Εγνατία οδός ήταν ο μεγαλύτερος οδικός άξονας που κατασκευάστηκε στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. προκειμένου να συνδέσει τους δύο κόσμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Ανατολή και τη Δύση. Είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ρωμαίου ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου (Gnaeus Egnatius), του οποίου φέρει το όνομα (Λώλος 2008). Εμπορική αλλά και στρατιωτική αρτηρία που εξυπηρετούσε τις λεγεώνες, έκανε την παράκαμψή της πίσω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, όμως διατηρούσε τον αστικό και εμπορικό της χαρακτήρα εντός. Από την ολοκλήρωσή της και έπειτα είναι η καρδιά της πόλης ως ο Decumanus Maximus (ή αργότερα Via Regia) οριζόμενη από δύο μεγάλες θριαμβικές πύλες στα όριά της και το φόρουμ στο μέσο, ενώ η πόλη ξεκινά να επεκτείνεται προς τη νότια πλευρά της οδού (Βελένης 1996, 1998). Απετέλεσε τον κύριο λόγο ευημερίας και εξέλιξης της Θεσσαλονίκης, κατέχοντας ήδη από την εποχή της Τετραρχίας μνημειώδη εικόνα, όταν ο Γαλέριος μετέτρεψε τη Θεσσαλονίκη σε διοικητική του έδρα και δημιούργησε το ανακτορικό του συγκρότημα με άξονα την Εγνατία οδό, το οποίο περιλάμβανε τη σημερινή Ροτόντα, την Αψίδα, και το οκταγωνικό κτίσμα, που βρίσκονται στην οδό Ναβαρίνου.

Παρά το γεγονός ότι η θέση της Εγνατίας ήταν ήδη γνωστή, κατά το σχεδιασμό και τη χάραξη των γραμμών του Μετρό τέσσερις σταθμοί τοποθετήθηκαν στον άξονα της οδού. Ωστόσο, τα ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των εκσκαφών ήταν πέραν από κάθε φαντασία.

Και στους τέσσερις σταθμούς του ιστορικού κέντρου της πόλης έχουν καταγραφεί περίπου τρία επάλληλα στρώματα πόλης. Το πρώτο επίπεδο αφορά στα οθωμανικά και παλαιοχριστιανικά χρόνια, όπου βρέθηκε κυρίως ο πολεοδομικός ιστός της πόλης. Η στάθμη αυτή βρίσκεται σε βάθος περίπου έως δύο μέτρα από το σημερινό οδόστρωμα. Η επόμενη στάθμη αφορά στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια και βρίσκεται σε βάθος περίπου τρία με τέσσερα μέτρα, ενώ η κατώτερη στάθμη στην ύστερη αρχαιότητα σε βάθος περίπου πέντε μέτρων (Μακροπούλου 2014). Η μεγάλη αυτή υψομετρική διαφορά μεταξύ των επιπέδων στρωματογραφίας προέκυψε από επάλληλους σεισμούς που ξεκίνησαν το 618 μ.Χ., συνεχείς καταστροφικές επιδρομές, καθώς και πυρκαγιές με κυριότερη αυτή του 1917.

Στους σταθμούς Σιντριβάνι και Δημοκρατίας που τοποθετούνται λίγο έξω από τις θριαμβικές πύλες της Εγνατίας Οδού, τα ευρήματα συμπληρώνουν την εικόνα για τα οργανωμένα νεκροταφεία και τον ιστό της πόλης, ενώ στους σταθμούς Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας συνθέτουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα πόλης, καθώς βρέθηκαν σχεδόν αναλλοίωτα σε όλα τα επίπεδα, με αποκορύφωμα το κατώτερο, αυτό της Εγνατίας Οδού. Τοποθετούνται σε σημεία που τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα θεωρούνται κομβικά. Εκεί λοιπόν βρέθηκαν τετράπυλα και κιονοστοιχίες του μαρμάρινου στωικού δρόμου (via colonnata), καθώς επίσης και τα όμορα καταστήματα/ εργαστήρια, καλά διατηρημένα [Εικ.2].

Εικόνα 2 Ευρήματα σταθμού Βενιζέλου: επίπεδο της Decumanus Maximus (Λαγογιάννη, Μαρία και Σουζάνα Χούλια. 2015. Η πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, σ.22. Αθήνα: Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ. Ελεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων).

Παράλληλα με τα μνημεία της Εγνατίας, σώζονται και προβάλλονται στην καθημερινή ζωή που έχει διαμορφωθεί πάνω στη νέα στάθμη πόλης, μνημεία εξαιρετικής σημασίας από όλη την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Πέραν του Γαλεριανού συγκροτήματος, μεταγενέστερα κτίσματα από τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους (Αχειροποίητος), τους Σκοτεινούς (Αγία Σοφία), τους Μεσοβυζαντινούς (Παναγιά των Χαλκέων), και τους Οθωμανικούς (Μπέη Χαμάμ), συνυπάρχουν αποσπασματικά με τον σύγχρονο αστικό ιστό, ενώ ορισμένα λειτουργούν και ως ενοριακά κέντρα.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα ευρήματα των εκσκαφών του Μετρό σε συνδυασμό με τα μνημεία των διαφόρων ιστορικών εποχών μπορούν να αποκαταστήσουν την ιστορική συνέχεια, καθώς και να ανασυστήσουν τη δομή, εικόνα, και σπουδαιότητα του εμπορικού άξονα. Ειδικότερα, στο μήκος του άξονα της Εγνατίας μεταξύ των σταθμών Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, παρατηρείται η άμεση σύνδεση με έναν από τους μεγαλύτερους χώρους πρασίνου της πόλης. Το κομμάτι αυτό είναι ένα από τα ελάχιστα της μελέτης του Ernest Herbrard που πραγματοποιήθηκε, και αποτελεί σήμερα έναν από τους σημαντικότερους χώρους της ζωής των κατοίκων της πόλης (Καραδήμου-Γερόλυμπου 1995). Το σύνολο των παραπάνω στοιχείων ώθησε στην επιλογή του συγκεκριμένου κομματιού της Εγνατίας ως σημείο πιλοτικής παρέμβασης, με κύριο χαρακτηριστικό τη δυνατότητα παρουσίασης της συνοχής και της συνέχειας της διαχρονικής ιστορίας της πόλης.

3 Μεθοδολογία

Η παρούσα πρόταση αφορά στη δημιουργία ενός υπαίθριου αρχαιολογικού περιπάτου, ο οποίος στοχεύει αφενός στη διατήρηση των ευρημάτων στη θέση όπου καταλαμβάνουν από την ίδρυση της πόλης έως σήμερα, και αφετέρου στην προσφορά του ως συνεισφορά στην καθημερινή ζωή της πόλης, αποδεικνύοντας ότι είναι δυνατή η συνύπαρξη της ιστορίας και του σύγχρονου αστικού ιστού, καθώς και η παράδοση μιας ολοκληρωμένης και αδιάλειπτης ιστορικής ταυτότητας στο μέλλον ως μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου.
Στα πλαίσια αυτά, η προσέγγιση προς το σχεδιασμό του δημόσιου χώρου εστιάζει σε τρία σημεία: α. στην ανάγνωση της ιστορίας της πόλης και των επιπέδων της, καθώς και των μνημείων που συμπεριλαμβάνονται στο άμεσο περιβάλλον του πιλοτικού σημείου παρέμβασης, β. στη διερεύνηση και αναγνώριση των φυσικών και αστικών χαρακτηριστικών του, και γ. στον εντοπισμό των στοιχείων καθημερινότητας των πολιτών και επισκεπτών του.

3.1 Μελέτη μνημειακού πλούτου

Με στόχο να ενοποιηθεί η ιστορία του μνημειακού πλούτου ώστε να γίνει συνεκτική και αναγνώσιμη μέσα από τα μνημεία της πόλης, καταγράφονται τα σημαντικότερα τοπόσημα ανάλογα με την εποχή τους, τη λειτουργία τους, και κυρίως τις στάθμες των εισόδων τους. Το επιλεγμένο κομμάτι περιλαμβάνει την Παναγιά των Χαλκέων, το Μπέη Χαμάμ, τον άξονα της Αριστοτέλους, καθώς και τα ευρήματα του σταθμού Αγίας Σοφίας˙ όλα βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη από αυτή της σημερινής πόλης.

Κατά τον τρόπο αυτό, σε πρώτη φάση, ο γραμμικά αναπτυσσόμενος αρχαιολογικός περίπατος ενοποιείται με τα μνημεία και τους δημόσιους υπαίθριους χώρους που βρίσκονται εκατέρωθεν του, δημιουργώντας πέντε πλατώματα τα οποία διαμορφώνουν το συνολικό πρόγραμμα της πρότασης [Εικ.3]: 1. το Πάρκο, το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα υπαίθριο καθιστικό και ροές πορείας αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, 2. την πλατεία του ναού της Παναγιάς των Χαλκέων, 3. την Αγορά, ως ένα σύνολο μικρών χώρων κοινωνικής αλληλεπίδρασης, 4. την πλατεία Ιστορικής Διαστρωμάτωσης, όπου εκθέτονται εμφανώς τα επάλληλα επίπεδα στρωματογραφίας της πόλης, και 5. την υπάρχουσα σύγχρονη πλατεία που βρίσκεται πάνω στον άξονα της Αριστοτέλους και λειτουργεί ως χώρος εκτόνωσης των καταστημάτων αναψυχής.

Σε δεύτερη φάση, ενσωματώνονται στο σχεδιασμό οι διαφορετικές στάθμες των μνημείων και οι αναγκαίοι χώροι για τη λειτουργία τους, και επιλέγονται χώροι στάσης-θέασης προς αυτά. Για παράδειγμα, για τον ναό της Παναγιάς των Χαλκέων δημιουργείται ένα πλάτωμα εισόδου, το οποίο εξυπηρετεί τις λειτουργίες του και τους επισκέπτες, απαλείφει την αίσθηση της υπογειοποιημένης πρόσβασης καλύπτοντας την υψομετρική διαφορά με τη σημερινή στάθμη της πόλης και αποκαλύπτοντας την μπροστινή του όψη, ενώ παράλληλα ενοποιείται με τη στάθμη των ευρημάτων της Εγνατίας οδού [Εικ.4].

Εικόνα 3 Περιοχή παρέμβασης και συνολικό πρόγραμμα προτάσεων/masterplan (Κωνσταντινίδου 2016).
Εικόνα 4 Ενοποίηση επιπέδων και ιστορικής αφήγησης στο σημείο συνύπαρξης ευρημάτων της Εγνατίας οδού και Παναγιάς των Χαλκέων (Κωνσταντινίδου 2016).

3.2 Μελέτη φυσικών και αστικών χαρακτηριστικών

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ιδιαίτερο φυσικό ανάγλυφο έντονων υψομετρικών διαφορών, οι οποίες μεταφράζονται σε κλίσεις περίπου 6% και σε ένα σύστημα υψομετρικών καμπυλών στραμμένο προς τη θάλασσα. Μέσα από εξονυχιστική μελέτη των στάθμεων που σχηματίζονται από το συνδυασμό φυσικού και χτισμένου περιβάλλοντος, αλλά και την παράμετρο ενσωμάτωσης των ιστορικών στρωμάτων στο περίπλοκο αυτό σύστημα, επιλέγεται ως σχεδιαστικά βέλτιστη η δημιουργία μιας γλυπτικής/πλαστικής υψομετρικής σύζευξης μέσω πρανών [Εικ.5].

Εικόνα 5 Γλυπτική προσέγγιση για κάλυψη υψομετρικής διαφοράς (Προσωπικό αρχείο και επεξεργασία).

Συνεπώς, σχεδιάζονται ροές στο χώρο που ακολουθούν τις υψομετρικές καμπύλες σε επίπεδο κάτοψης, όπως για παράδειγμα στο αμφιθέατρο/ υπαίθριο καθιστικό του Πάρκου, το οποίο τοποθετείται με γλυπτικό τρόπο έτσι ώστε να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή θέαση προς τα μνημεία και το φυσικό τοπίο της θάλασσας [Εικ.6]. Επιπρόσθετα, με τον ίδιο τρόπο
σχεδιαστικής προσέγγισης επιλύονται οι πιο στενές περιοχές, σε επίπεδο τομής, έτσι ώστε να υπάρχει οπτική επαφή και ελεύθερη μετακίνηση πάνω στον άξονα και τα μνημεία του [Εικ.7].

Εικόνα 6 Γλυπτική προσέγγιση που ενσωματώνεται στις υψομετρικές καμπύλες – επίπεδο κάτοψης (Κωνσταντινίδου 2016).

3.3 Μελέτη καθημερινότητας

Το τρίτο στοιχείο μεθοδολογίας αφορά στην καθημερινότητα και την κίνηση των κατοίκων της πόλης. Μετά από επιτόπια παρατήρηση που πραγματοποιήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια πολλαπλών ημερών ενός έτους, και σε συνδυασμό με τις παραμέτρους που προκύπτουν από ανάλυση των χρήσεων γης, του οδικού δικτύου, και του δικτύου μέσων μεταφοράς, προέκυψε ένα βιωματικό/ποιοτικό διάγραμμα κινήσεων πεζών και τροχοφόρων που παρουσιάζει τις συνήθειες των χρηστών του δημόσιου χώρου [Εικ.8]. Επιπλέον, μετά από καταγραφή των διαβάσεων και των περασμάτων πεζών, ο σχεδιασμός κατευθύνθηκε προς τη διατήρηση των εν λόγω διαδρομών, αλλά και το διαχωρισμό τους σε λωρίδες ταχείας κίνησης και περιπάτου, δηλαδή σε γρήγορης κίνησης για την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων και περιπάτου για τους επισκέπτες του αρχαιολογικού υπαίθριου χώρου [Εικ.9].

Εικόνα 7 Γλυπτική προσέγγιση που καλύπτει την υψομετρική διαφορά των ιστορικών στρωμάτων στα στενά σημεία – επίπεδο τομής (Κωνσταντινίδου 2016).

Εικόνα 9 Μέρος μελέτης διαχωρισμού λωρίδων κίνησης πεζών βάσει ταχυτήτων (Κωνσταντινίδου 2016).

4 Μελλοντικές εφαρμογές

Με την εφαρμογή των παραμέτρων σχεδιασμού που προκύπτουν από την έρευνα και τη μελέτη του τόπου, της ιστορίας, και των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλα σημεία κατά το μήκος της οδού Εγνατίας εντός τειχών, έχοντας ως αφετηρία τη διασταύρωση Εγνατίας και Αριστοτέλους [Εικ.10]. Ακόμα, η χρήση των υλικών γίνεται με άξονα την αρχή της αναστρεψιμότητας των επεμβάσεων, τόσο για περιπτώσεις φθοράς όσο για τη διεκπεραίωση μελλοντικών ανασκαφών.

Εικόνα 10 Σχέδιο αρχαιολογικού περιπάτου Εγνατίας, μεταξύ των σταθμών Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας (Κωνσταντινίδου 2016).

Οι εικόνες που προσλαμβάνει ο περπατητής είναι εικόνες που υφαίνουν την ιστορία της πόλης, εικόνες που συναντούσε ο περπατητής των προηγούμενων αιώνων, εικόνες που έχουν όμως τη σφραγίδα της σύγχρονης εποχής [Εικ.11-13].

5 Συμπεράσματα

Η στρωματογραφία της Θεσσαλονίκης είναι μοναδική˙ αν και βαθιά αναπτυγμένη στο έδαφος, δε συγκρίνεται με υπόγειους χώρους όπως αυτός της Ρώμης, ούτε παρουσιάζει αρχιτεκτονική συνάφεια με τα υπόγεια επίπεδα άλλων, όπως του Παρισιού. Η μεγάλη έκταση και η εξαιρετική κατάσταση των σωζόμενων τμημάτων της Εγνατίας οδού δίνουν την ευκαιρία συγκρότησης και παρουσίασης μιας συνολικής εικόνας μέσω βιωματικής εμπειρίας για τους κατοίκους και επισκέπτες της πόλης.

Η δημιουργία ενός αρχαιολογικού περιπάτου δύναται να αναδείξει τη μοναδικότητα της Θεσσαλονίκης, να αποτελέσει τη σύζευξη ιστορίας και μελλοντικής ανάπτυξης γεφυρώνοντας την αποσπασματικότητα του πολεοδομικού ιστού, να λάβει ζωτικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων, αλλά και να βελτιώσει την αρχιτεκτονική της εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, ο δημόσιος χώρος της Θεσσαλονίκης χρήζει αφορμής για παρεμβάσεις συνοχής που θα αποδεικνύουν την καταγεγραμμένη και σχεδόν 2,5 χιλιετιών, παρουσίας της.

Παραπομπές
Vitti, Massimo. 1996. Η Πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της έως τον Γαλέριο. Αθήνα: Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (κυρίως οι τόμοι 2006-10 για το ανασκαφικό έργο στο Μετρό Θεσσαλονίκης).
Βελένης, Γεώργιος. 1996. “Πολεοδομικά Θεσσαλονίκης.” Στο Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη, 10Β, 491-8. Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ-ΤΑΠ/ΑΠΘ.
Βελένης, Γεώργιος. 1998. Τα τείχη της Θεσσαλονίκης: University Studio Press.
Καραδήμου-Γερόλυμπου. 1995. Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917: University Studio Press.
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ευτυχία, και Αναστασία Τούρτα. 1997. Περίπατοι στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Καπόν.
Κωνσταντινίδου, Ελευθερία 2016. “Αρχαιολογικός περίπατος στην Εγνατία: αφορμή για παρεμβάσεις συνοχής στον ιστό της Θεσσαλονίκης.” Διπλωματική Εργασία (Επιβλ. Μαρίνου Γεωργία και Μωραΐτης Κωνσταντίνος), Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Λώλος, Ιωάννης. 2008. Εγνατία Οδός. Αθήνα: Ολκός.
Μακροπούλου, Δέσποινα. 2014. “Τα ευρήματα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες για την κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της πόλης.” 34ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης.