Search
Close this search box.

Διαχρονικό Αστικό Τοπίο “Παλίμψηστων Υποδομών”

Μεθοδολογία Διερεύνησης στην περίπτωση του Δυτικού Τείχους Θεσσαλονίκης

Περίληψη

Αντιμετωπίζοντας τον αστικό ιστό των ελληνικών πόλεων ως ‘παλίμψηστες δομές’, μπορούμε να αναλογιστούμε την αντιστοίχηση των αλλεπάλληλων κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα διαχρονικά με τα υλικά ίχνη που αποτυπώνονται στις διαστρωματώσεις της ιστορικής τους εξέλιξης. Μία ειδική κατηγορία των αστικών παλίμψηστων δομών, η οποία αξίζει την προσοχή μας, είναι η συγκρότηση των ‘παλίμψηστων υποδομών’. ‘Παλίμψηστο υποδομών’ ονομάζει ο Bernardo Secci τη διασταύρωση σύγχρονων, ιστορικών ή/και αρχαίων υποδομών, ως παραμέτρων που σχετίζονται με την μεταβλητότητα των ποιοτήτων του δημόσιου αστικού χώρου μέσα στον χρόνο [Secchi, 2012, 176].

Αντικείμενο της εισήγησης είναι η διερεύνηση των κύριων τεχνικών υποδομών που υποστηρίζουν την λειτουργία του αστικού ιστού μιας πόλης και αφορούν τους τρόπους άρθρωσης του με το ευρύτερο περιβάλλον τοπίο, αλλά και της συνάρθρωσης των μερών του. Σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον δημόσιο χώρο φέροντας ίχνη των τρόπων ανάπτυξης και δικτύωσης του αστικού φαινομένου σε πολεοδομική και χωροταξική κλίμακα και εγγράφονται στα έργα οχύρωσης, στους οδικούς άξονες τοπικής και υποτροπικής σημασίας, στους συγκοινωνιακούς κόμβους [συμπεριλαμβανομένων λιμένων, σιδηροδρομικών σταθμών, κτλ], στο υδρολογικό δίκτυο, κτλ.

Υιοθετώντας επομένως το πρίσμα του Secchi και θεωρώντας τις παραπάνω τεχνικές υποδομές ως ‘παλίμψηστες υποδομές’, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις μεταβολές τους μέσα στο διάνυσμα του χρόνου και σε χαρακτηριστικές ιστορικές περιόδους. Με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται δυνατή η αποκάλυψη στοιχείων για τους συσχετισμούς μεταξύ αστικών σχηματισμών, την εσωστρέφεια ή/και εξωστρέφεια τους, κτλ.

Ως μελέτη συγκεκριμένης περίπτωσης επιλέγεται η περιοχή του αστικού ιστού κατά μήκος του Δυτικού Τείχους της Θεσσαλονίκης, στην οποία εισάγεται «μια μεθοδολογία προσέγγισης του αστικού τοπίου ως ‘παλίμψηστου υποδομών’». Τα αποτελέσματα αφορούν στον τρόπο που μία αρχαιολογικής αξίας υποδομή, όπως είναι η εν λόγω οχύρωση, μπορεί να ανα-προσεγγιστεί σε συσχετισμό με τον τρόπο που βιώθηκε ιστορικά και βιώνεται σήμερα από τους πολίτες.

1 Εισαγωγή

1.1 Εισαγωγή στο εννοιολογικό-θεωρητικό πλαίσιο

Η αντιμετώπιση του αστικού τοπίου ως ενεργού και διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβαλλοντικού συστήματος στοιχειοθετείται από την παρακολούθηση μεταβολών του μέσα στο χρόνο. Οι υποδομές του αστικού τοπίου είναι εκείνες που κατ’ εξοχήν εκφράζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της ένταξής του στο ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο εγγράφεται: εσωστρέφεια -έως και εγκλεισμός- ή εξωστρέφεια και διαπερατότητα, διάχυση ή σαφής οριοθέτηση. Επίσης σε συσχετισμό με τις υποδομές λειτουργίας ενός άστεως , εγγράφονται μέσω ποικίλων ιχνών προς αποκωδικοποίηση, δυνάμει και άλλες πληροφορίες που αφορούν: το ισοζύγιο εκροών και εισροών από και προς το άστυ, την αυτάρκεια της πόλης ή την άμεση εξάρτησή της από μία άλλη περιοχή ή ένα δίκτυο περιοχών, τους άξονες ή κόμβους τροφοδοσίας της πόλης, την ισόρροπη ή μη ισόρροπη ανάπτυξη της κ.α.

Ο σύνθετος όρος ‘παλίμψηστο υποδομών’ εισάγεται από τον Bernardo Secchi στο κείμενό του ‘Palinsesti Infrastutturali’ , μέσα από την εξής περιγραφή των χαρακτηριστικών του: «Στο παλίμψηστο υποδομών αναγνωρίζουμε συνήθως μια μακρά ιστορία γενικών μετακινήσεων της κοινωνίας, της οικονομίας, του πολιτισμού, και ένα πολυάριθμο σύνολο μικρότερων ιστοριών σχετικών με κάθε τμήμα υποδομής. Ιστορίες τεχνικών κατασκευής και τεχνικών μετακίνησης: ατόμων, αντικειμένων, ενεργειών. […] Και άπειρες μικρές ιδιαίτερες ιστορίες , τεχνικού πολιτισμού, συγκεκριμένων ενδιαφερόντων, ανθρώπων, συμβάντων, προκαταλήψεων, σφαλμάτων.» (Secchi 2012). Στην περιγραφή του Secchi οι έννοιες ‘μακρά ιστορία’, ‘γενικές μετακινήσεις’, ‘σύνολο μικρότερων ιστοριών’, ‘μετακίνηση’ , εκφράζουν το διάνυσμα του ιστορικού χρόνου που διαπερνά τις υποδομές συνδέοντας στρώσεις και ίχνη του απώτερου παρελθόντος με το παρόν, μέσα από μία ενεργό λειτουργία που επιτελείται κατά μήκος μίας ιστορικά σημαίνουσας διάρκειας. Οι έννοιες ‘συμβάν’ , ‘προκαταλήψεις’, ‘σφάλματα’, αφορούν εκφάνσεις που συνδέονται με το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο και τα εμπλεκόμενα πολιτισμικά συγκείμενα. Αντιλαμβανόμαστε συνεπώς πως μέσα από την διερεύνηση των ‘παλίμψηστων υποδομών’ δύναται να παρακολουθηθούν παράμετροι που σχετίζονται με την μεταβλητότητα των ποιοτήτων του δημόσιου αστικού χώρου μέσα στον χρόνο, σε συσχετισμό με το ιστορικό πλαίσιο και τα πολιτισμικά συγκείμενα.

Η εμβέλεια του κάθε Παλίμψηστου υποδομών ορίζεται με χωρικούς και χρονικούς όρους. Σχετικά με την καθ’ εαυτή χωρική υπόσταση ενός παλίμψηστου υποδομών, παρατηρούμε πως δεν δύναται να περιοριστεί σε μία συγκεκριμένη έκταση: «Ένα παλίμψηστο υποδομών, δεν αποτελεί τόσο έναν στατικό ιστορικό/αρχαιολογικό χώρο, όσο ένα πεδίο δυναμικών αλλαγών, ανταλλαγών, μετακινήσεων –τόσο με τις κυριολεκτικές όσο και τις μεταφορικές τους σημασίες- που αφορά ταυτόχρονα τόσο τις εμπλεκόμενες ιστορικές εποχές όσο και τον παρόντα χρόνο. […] Αφενός, η άμεση χωρική εμβέλειά του παλίμψηστου εντοπίζεται στις περιοχές όπου λαμβάνει χώρα η ίδια η συνθήκη αλληλοεπικάλυψης μεταξύ των έργων/δικτύων υποδομής των διαφορετικών εποχών. Αφετέρου, η εκτατική χωρική του εμβέλεια, εμπλέκει τα αστικά/πολιτισμικά/παραγωγικά κέντρα με τα οποία τα δίκτυα υποδομών σχετίζονται, συνδέοντάς τα άμεσα ή έμμεσα. .» (Κουζούπη, 2018).

Ένας από τους στόχους της διερεύνησης των Παλίμψηστων Υποδομών, θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση τρόπων εγγραφής του παρόντος της πόλης σε στενή αλληλεπίδραση με το υλικό ιστορικό-πολιτισμικό συγκείμενο: όπως αυτό εγγράφεται λειτουργικά στις αστικές παλίμψηστες δομές. Μέρος των παλίμψηστων αστικών δομών είναι και τα τυχόν ‘ατυχήματα’ της ‘αλληλεπίθεσης’ των διαφορετικών ιστορικών στρώσεων: η μερική καταστροφή στιβάδων του παλίμψηστου. Όπως επίσης τα αφιλόξενα ‘αστικά κενά’ όπου εκφράζονται αμήχανα εκδοχές της συνύπαρξης των διαφορετικών ιστορικών φάσεων, αποτελούν σύνηθες γνώρισμα των παλίμψηστων υποδομών στο παρόν των Ελληνικών πόλεων. Υπό την οπτική που εισάγουμε και την μεθοδολογία που αναπτύσσουμε, υποστηρίζουμε πως οι περιοχές όπου εντοπίζονται οι παλίμψηστες διαστρωματώσεις των υποδομών μπορούν να παραλάβουν οργανωτικό και λειτουργικό ρόλο: καθώς διαχρονικά έπαιζαν κάποιο σημαίνοντα λειτουργικό ρόλο για το άστυ. Επομένως τα πεδία εμφάνισης των παλίμψηστων υποδομών, αν αναλυθούν και αντιμετωπιστούν ως διαρθρωτικές ζώνες του αστικού φαινομένου, μπορούν να οδηγήσουν στην συγκρότηση εργαλείων ανασχεδιασμού του αστικού πολεοδομικού τοπίου των ιστορικών πόλεων.

1.2 Εισαγωγή στην μελέτη περίπτωσης

Η επιλογή εντοπισμού της μελέτης περίπτωσης στο Δυτικό τμήμα του Τείχους της Θεσσαλονίκης έχει να κάνει με μια επιτόπια παρατήρηση: στο παρόν η σχέση της πόλης με το Δυτικό της Τείχος εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπολειμματική και ελλειμματική. Είναι μια σχέση ακαθόριστη, αδιάρθρωτη, αινιγματική. Η παροντική συνθήκη εκφράζεται ως εξής: παρατηρείται μια δυσλειτουργικά εσωστρεφής κατάσταση κατά μήκος ενός σημαντικού ιστορικού άξονα, σε κλίμακα πολεοδομικού σχεδιασμού. Η Μελέτη Περίπτωσης στοχεύει να αναδείξει τον τρόπο συγκρότησης μιας μεθοδολογίας, με στόχο την ανάδυση της διαχρονικής και μακραίωνης σχέσης του Δυτικού Τείχους με την πόλη. Η μεθοδολογία που παρουσιάζουμε ως τρόπο αντιμετώπισης της εν λόγω περιοχής, θα μπορούσε –εν μέρει και με τους απαραίτητους μετασχηματισμούς- να εφαρμοστεί στη συνέχεια και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης, σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις πόλεων με μακραίωνη ιστορία, εκτός της ελληνικής επικράτειας.

Έως σήμερα δεν έχει γίνει κάποια συντονισμένη προσπάθεια να αναδειχθεί η διαχρονική πορεία της σχέσης της Θεσσαλονίκης με το Δυτικό της Τείχος. Η απουσία της ανάδειξης αυτής της σχέσης στο παρόν της σύγχρονης πόλης δημιουργεί ένα κενό που δύναται να διερευνηθεί για την συγκρότηση μεθοδολογικών εργαλείων που εστιάζουν στην ανάγνωσή της περιοχής του Δυτικού Τείχους ως ενός σημαίνοντος ‘παλίμψηστου υποδομών’. Τα βασικά προβλήματα που επισημαίνονται κατ’ αρχήν στην υφιστάμενη κατάσταση είναι τα εξής:
• Το Δυτικό Τείχος δεν έχει αντιμετωπιστεί κατά τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης ως ένας λειτουργικός πολεοδομικός άξονας. Παρόλο που το μήκος του διατρέχει την Θεσσαλονίκη, καθώς η Νότια απόληξή του είναι κοντά στο εμπορικό λιμάνι, και ενώ η βορεινή αγγίζει τις παρυφές της Άνω πόλης, οι δημόσιοι χώροι γύρω του είναι κυρίως αδόμητα υπολείμματα: επομένως, δεν είναι συντονισμένοι σχεδιαστικά.
• Η έως τώρα στατική προστασία του, ως ένα από τα σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης, δεν έχει επιτύχει να αποκαλύψει την πλειάδα των σημασιών που έφερε ιστορικά ως όριο-κέλυφος της πόλης.

2 Μεθοδολογία: Η Μελέτη Περίπτωσης ως Παλίμψηστο Υποδομών

Η διερεύνηση και παρακολούθηση της μεταβολής της σχέσης [Θεσσαλονίκη – Δυτικό Τείχος] στο μήκος του διανύσματος του χρόνου, από τη θεμελίωσή του ως και το παρόν υποστηρίζουμε πως μπορεί να αποκαλύψει διαφορετικές πτυχές της έννοιας του ‘ορίου της πόλης‘ , όσο αφορά τον παρελθόν και το παρόν.

2.1 Ίχνη της κύριας Δομής του Δυτικού Τείχους της Θεσσαλονίκης στο παρόν

Μπορεί σήμερα το Δυτικό Τείχος να μην επιτελεί τον ιστορικό του ρόλο οριοθέτησης και προστασίας του αστικού ιστού της πόλης, αλλά τον διατρέχει γραμμικά, ως ένας αρχαιολογικής αξίας άξονας με κατεύθυνση από Β-ΒΑ προς Ν-ΝΔ. Η βασική παρατήρηση, από την οποία απορρέουν τα προς αναζήτηση χαρακτηριστικά του τείχους, αφορά τη δομή του: Η δομή του τείχους συνιστά μια ραχοκοκαλιά αποτελούμενη από μια συνεχή γραμμή στο μεγαλύτερο της μήκος, η οποία όμως άλλοτε διακόπτεται λήγω της απουσίας τμημάτων του και άλλοτε καθίσταται διπλή, λήγω της παρουσίας των περιτειχισμάτων (ελάχιστα εκ των οποίων έχουν διασωθεί) που τρέχουν παράλληλα σ’ αυτό.

Η ζώνη εκατέρωθεν του Δυτικού Τείχους –όπως και η εντός των τειχών Θεσσαλονίκη στο σύνολό της- συνιστά ένα ιστορικό παλίμψηστο: «Γιατί η ελληνική πόλη είναι ένα «παλίμψηστο». Το ότι η ελληνική πόλη είναι ένα παλίμψηστο, το αντιλαμβάνεται κανείς όταν στρέψει τη ματιά του σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο, γιατί η ελληνική πόλη προσφέρει στις αισθήσεις μας μόνο την ανώτερη στιβάδα του παλίμψηστου, τη σύγχρονη επιφανειακή. Η οποία είναι ήδη κτισμένη. Είναι πλήρης, είναι υπέρ του δέοντος πλήρης. Υπάρχουν βέβαια ίχνη της ιστορίας της, κάποια μνημεία κυρίως, όσα δηλαδή ξέφυγαν από τη λαίλαπα. Που είναι ελάχιστα. […] Που αποτελούν τα αναγκαία σημεία αναφοράς ενός παρελθόντος, το οποίο εν πολλοίς είναι άγνωστο και ενδεχομένως κρυμμένο στις κατώτερες στιβάδες του παλίμψηστου» (Τεντοκάλη 2001, 20-21).

Αυτό το αναδυόμενο παρελθόν λοιπόν δύναται να αποκρυπτογραφηθεί κατά μήκος του Δυτικού Τείχους, εντοπίζοντας τα ίχνη που εναποτέθηκαν στην πορεία του διανύσματος του χρόνου. Προκειμένου να διερευνηθεί η στρωματογραφική δομή του παλίμψηστου, τα υλικά ίχνη του παρελθόντος –ακόμη υπάρχοντα ή σβησμένα- θα πρέπει να συγκροτηθούν σε διακριτά ιστορικά στάδια. Το άυλο πλέον ιστορικό παλίμψηστο, αποτελείται από σβησμένα πλέον παρελθοντικά ίχνη (τα οποία είτε αγνοούνται, είτε βρίσκονται καταγεγραμμένα σε ιστορικούς χάρτες). Το υλικό παλίμψηστο, που είναι το ίδιο το αστικό τοπίο, φέρει ίχνη, θραύσματα ιχνών προηγούμενων ιστορικών περιόδων. Τα δύο αυτά είδη ιχνών (άυλα – υλικά) μαρτυρούνται από το αρχειακό υλικό που αφορά την ίδια την Θεσσαλονίκη, αλλά και από τις υλικές μαρτυρίες που αναδύονται ακόμη από το ίδιο το έδαφος της πόλης.

2.2 Επάλληλες αστικές υποδομές: η διαχρονική λειτουργία του Δυτικού Τείχους της Θεσσαλονίκης ως Ορίου της πόλης

Πρέπει να επισημάνουμε πως η περιοχή έχει διαχρονικά, κομβικές ιδιότητες: γειτνιάζει ή/και περιλαμβάνει πολλαπλές εκφράσεις της Εξόδου από την Πόλη και της Εισόδου σε αυτήν. Κατά την εποχή της λειτουργίας του, το Δυτικό Τείχος περιλάμβανε την Ληταία Πύλη (ή Νέα Πύλη, Yeni Kapi, στον άξονα της σημερινής οδού Αγίου Δημήτριου) , την Χρυσή Πύλη (ή Vardar Kapi, στη σημερινή Πλατεία Βαρδαρίου) και την Πύλη του Γιαλού (Μπακιρτζής 1975, Βελένης 1995). Οι δυο πρώτες κατεδαφίστηκαν γύρω στα 1860, όταν διανοιχτήκαν οι οδοί Εγνατία και Αγίου Δημήτριου. Σήμερα το Δυτικό Τείχος δεν είναι πλέον ενιαίο, ούτε περιλαμβάνει πύλες.

Εξακολουθεί όμως να σηματοδοτεί την είσοδο και έξοδο από το κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης, με έναν τρόπο όμως παραλλαγμένο. Αυτό συμβαίνει σε 3 κομβικά σημεία, στα οποία το Δυτικό Τείχος συναντά 3 βασικές υπεραστικές οδικές αρτηρίες «εισόδους-εξόδους»: την Αγίου Δημητρίου, η οποία στα ανατολικά συνδέεται με τον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης (κόμβος με οδό Κατσιμίδη), την Εγνατία στο σημείο που διασταυρώνεται με τη Λαγκαδά, και τέλος την προέκταση της Τσιμισκή (Ηρώων Πολυτεχνείου) στο σημείο που συναντά τις οδούς Παλαιού Σταθμού και 26ης Οκτωβρίου, δηλαδή τις δυο άλλες εξόδους της πόλης. Τα 3 αυτά σημεία εξακολουθούν να αποτελούν σημαίνοντες κόμβους εισόδου-εξόδου που σηματοδοτούν με τον τρόπο αυτό μία σημερινή εκδοχή της σχέσης έσω-έξω, η οποία αποτελούσε θεμελιώδες συμβολικό χαρακτηριστικό του ιστορικού τείχους για όσο χρόνο λειτουργούσε.

Η επικείμενη διασύνδεση της περιοχής μέσω του δικτύου ΜΕΤΡΟ της πόλης θα πολλαπλασιάσει τις αφίξεις και την κίνηση ανθρώπων στην περιοχή, καθώς θα συντελεστεί η εντυπωσιακή προσαύξηση της συνδεσιμότητας της περιοχής του Δυτικού τείχους. Ο αδιάρθρωτος, δυσλειτουργικός χώρος γύρω από το Δυτικό Τείχος δεν είναι έτοιμος να παραλάβει μια τέτοια αναβάθμιση της συνδεσιμότητας. Παρατηρούνται επίσης ελλείψεις όσον αφορά τα Ευρωπαϊκά κριτήρια προσβασιμότητας του δημόσιου αστικού χώρου της περιοχής του Δυτικού τείχους. Η επικείμενη ενίσχυση της κεντρικότητας της περιοχής με την λειτουργία εντός αυτής του σταθμού μετρό στην Πλατεία Δημοκρατίας, ήδη θέτει με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη γεφύρωσης των διαχρονικών χαρακτηριστικών ‘ορίου της πόλης’ που φέρει το Δυτικό Τείχος της Θεσσαλονίκης, με τις εκφράσεις της κεντρικότητας.

3 Αποτελέσματα: συγκρότηση Μεθοδολογικών Εργαλείων που εστιάζουν στη μελέτη περίπτωσης

Η προκειμένη διερεύνηση της σχέσης της Θεσσαλονίκης με το Δυτικό της Τείχος εστιάζεται στις σχέσεις μεταξύ χώρων και λειτουργιών στην περιοχή του τείχους –ως Αστικής Υποδομής που εκφράζει το όριο- με κριτήριο τη χωρική άρθρωση, αφενός με όρους συνδεσιμότητας και δικτύων, και αφετέρου στον τρέχοντα χρόνο λειτουργίας και βίωσης της περιοχής.

3.1 Μεθοδολογικό εργαλείο προσέγγισης του αστικού συντακτικού: η χωρική άρθρωση

Το Τείχος της Θεσσαλονίκης στο σύνολό του διαχώριζε -και το ίχνος του διαχωρίζει ακόμη- στον χώρο, την ιστορική πόλη από την σχετικά νεόκτιστη περιφέρεια. Οι διασυνδέσεις-αρθρώσεις χώρων στον σύγχρονο αστικό χώρο από την έσω πλευρά του τείχους αναμένεται να είναι πολύ πυκνότερες, σύμφωνα με τον Secchi, απ’ ότι αντίστοιχα από την έξω του πλευρά: «Κάθε αστικό τμήμα, αν εξεταστεί από την οπτική της σύνταξης του αστικού εδάφους, μπορεί να ταυτιστεί μέσω της άρθρωσης των διαφορετικών συλλογικών και ιδιωτικών χώρων […]. Εκείνο που ενυπάρχει στα συμφραζόμενα της ιστορικής πόλης, και με αντίστροφο τρόπο σχετίζεται με την περιφέρεια, είναι η αξιοσημείωτη άρθρωση των χώρων. Οι περιφέρειες αντιπροσωπεύουν μια δραματική μείωση όλων αυτών» [Secchi ,1986, 22], [Secchi, 1986, 22]. Το κριτήριο που εισάγει ο Secchi γίνεται αντιληπτό πως είναι ένα ιδανικό εργαλείο για την ερευνητική προσέγγιση του Δυτικού Τείχους της Θεσσαλονίκης: καθώς το Τείχος σημειώνει επακριβώς στο έδαφος της πόλης το εξώτατο όριο της ιστορικής πόλης. Συνδετήριες χωρικές αρθρώσεις ήταν ιστορικά οι πύλες του Τείχους: καθώς συνέδεαν το έσω με το έξω. Κατά προέκταση, επίσης, το οδικό δίκτυο ή το σύμπλεγμα οδών που οδηγούσε στις πύλες, όπως και οι δημόσιες λειτουργίες –συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα- που αρθρώνονταν στο εν λόγω δίκτυο, συμμετείχαν στην άρθρωση. Η διαχρονική θεώρηση των χωρικών αρθρώσεων μεταξύ πόλης και Δυτικού Τείχους, αφορά επομένως την έκφραση της σχέσης [Θεσσαλονίκη –Δυτικό τείχος]. Η χωρική άρθρωση, όμως, επεκτείνεται και σε άλλες λειτουργίες καίριας σημασίας: χωρικές αρθρώσεις είναι τα κοινά υλικά ίχνη -ας αναφέρουμε για παράδειγμα τα κτίρια ή τις χαράξεις, που αποτελούν κοινούς παρονομαστές ανάμεσα σε διαφορετικές διαστρωματώσεις του αστικού εδάφους. Ίχνη δομών που επιβίωσαν από προηγούμενες εποχές και ενσωματώνονται σε κατοπινές φάσεις του αστικού ιστού.

3.2 Χωρικές αρθρώσεις ως βιωμένοι χωροχρονικοί κόμβοι

Η λειτουργική διερεύνηση της χωρικής άρθρωσης αφορά τις λειτουργίες και τις διαδικασίες -τοπικής και υπερτοπικής σημασίας- που συνυπάρχουν σήμερα και συνυπήρξαν κατά τους ιστορικούς χρόνους –στο βαθμό που το διαθέσιμο αρχείο και τοπίο επιτρέπουν τη διερεύνηση. Περιλαμβάνει την καταγραφή της λειτουργική διάρθρωσης των χώρων, την κατάταξή των αρθρώσεων σύμφωνα με την εμβέλεια της σημασίας τους [υπερτοπικοί κόμβοι, κόμβοι αστικής σημασίας, κόμβοι τοπικής σημασίας] τον εντοπισμό των μη λειτουργικά διαρθρωμένων χώρων [αδιέξοδα, μη εύκολα προσβάσιμες διαδρομές].

Οδικοί ταξιδιώτες, πεζοί διερχόμενοι, ποδηλάτες, περιπλανώμενοι, εργαζόμενοι στην περιοχή, κάτοικοι, όσοι διημερεύουν/διασκεδάζουν εκεί, κλπ, εκφράζουν τρόπους ενεργοποίησης του δημόσιου χώρου μέσα στον ‘κυκλικό’ χρόνο του εικοσιτετράωρου, της εβδομάδας, και του έτους. Μέσω της διερεύνησης των τρόπων που εκφράζονται και αρθρώνονται οι κινήσεις στην περιοχή, η κίνηση των πολιτών εκφράζει και χαρτογραφεί την λειτουργικότητα ή δυσλειτουργία των χωρικών αρθρώσεων, την αποτελεσματικότητά τους. Η συχνότητα διέλευσης από τους εντοπισμένους κόμβους, ο ρυθμός της διέλευσης κατά τις ώρες του εικοσιτετράωρου, τις ημέρες τις εβδομάδας, και τις εποχές του έτους, αποδίδει τη μεταβολή του βαθμού ενεργοποίησης της λειτουργικής τους διάστασης.

Πέραν των ανθρώπινων κινήσεων και ρυθμών, σημαντικός είναι και ο εντοπισμός των αστικών εμποδίων κατά την κίνηση αφενός, και αφετέρου οι διαδρομές των ροών του αέρα, του ηλιακού φωτός, των κινήσεων των ζώων, καθώς και τυχόν θέσεις μικρο-οικοσυστημάτων της περιοχής που συστήνουν χωρικές ενότητες μη ανθρωποκεντρικής κίνησης.

4 Το Δυτικό Τείχος της Θεσσαλονίκης ως πεδίο άσκησης Αρχαιολογίας του Τοπίου σε πολεοδομική κλίμακα

Το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η συνεισφορά της παρούσας εισήγησης αφορά την Διαχείριση του Αστικού Πολεοδομικού Τοπίου, υπό το πρίσμα της Αρχαιολογίας του Τοπίου. Η νέα διεθνής τάση απέναντι στην αρχαιολογική διάσταση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, έρχεται επακριβώς από το πεδίο της Αρχαιολογίας του Τοπίου. Το επίκαιρο πλέον πρίσμα θεώρησης της αρχαιολογικής κληρονομιάς αποδίδει μεγάλη σημασία στον συσχετισμό της με το κοινωνικό σώμα [ social relevance], την συμπερίληψη και συμμετοχή του [ inclusiveness]. Σε ελεύθερη μετάφραση αναφέρουμε σχετικά τις θέσεις ερευνητών οι οποίοι διατυπώνουν την εν λόγω αλλαγή-μετατόπιση επιστημολογικού παραδείγματος [paradigm shift]. : «Αυτή η μετατόπιση του

Επιστημολογικού Παραδείγματος αντιμετωπίζει ως πρόκληση-κλειδί την απόδοση στην πολιτιστική κληρονομιά περισσότερο ‘ανακλαστικών-στοχαστικών’ [reflective] ιδιοτήτων. Και πάνω απ’ όλα άνθρωπο-λαό-κεντρική [people-centered] –σε αντιδιαστολή με την εμμονή στο μνημείο-αντικείμενο. Μία αρχή-κελιδί είναι η κατανόηση πως οι πολιτιστικές αξίες δεν είναι εγγενείς στο μνημείο-αντικείμενο, αλλά αποδίδονται από τους ανθρώπους: πρόκειται για μία πιο εποικοδομητική και εργαλειακά-χρήσιμη προσέγγιση. Είναι μία προσέγγιση που φέρνει την πολιτιστική κληρονομιά σε στενό συσχετισμό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου ως ‘περιοχής όπως γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους‘ (Συμβούλιο της Ευρώπης, 2000). …το τοπίο δεν είναι απλά μία υπο-κατηγορία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ούτε ένα από τα πεδία της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά ένα ολιστικό πλαίσιο εντός του οποίου η αρχαιολογία μπορεί να ασκηθεί και η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να γίνει κατανοητή με έναν τρόπο διαφορετικό, να εκτιμηθεί και να περισωθεί» (Fairclough, Pedrolia, Pedrolia, 2014). Οι Fairclough, Pedrolia Pedrolia υποστηρίζουν πως η μετατόπιση αυτή του επιστημολογικού παραδείγματος έχει μεταξύ άλλων δρομολογηθεί και ενδυναμωθεί από την οπτική που εισήχθηκε στην σύμβαση του Faro [Συμβούλιο της Ευρώπης 2005], και πιο πρόσφατα στην οδηγία-σύσταση για τα Ιστορικά Αστικά Τοπία [HUL recommendation, UNESCO 2011].

Παραπομπές
Η μελέτη περίπτωσης, όπως αντιμετωπίζεται στην παρούσα εισήγηση, απορρέει από την εξέλιξη δυο μελετών που αφορούν την συγκεκριμένη περίπτωση της «Διαχρονικής και σύγχρονης διερεύνησης της σχέσης της πόλης της Θεσσαλονίκης με το Δυτικό της Τείχος».
Η πρώτη μελέτη αφορούσε την προκαταρκτική έρευνα των δύο εισηγητριών για το Ερευνητικό Πρόγραμμα με τίτλο «Ανασχεδιασμός της ζώνης του Δυτικού Τείχους της Θεσσαλονίκης ως αστικού τοπιού μέσα από την ανάδυση της ιστορικής του σχέσης με τον αστικό ιστό». Ερευνητική ομάδα: με υπεύθυνη την Βάνα Τεντοκάλη και μέλη τις Ασπασία Κουζούπη, Νέλλα Γκόλαντα (γλύπτη τοπίου), Ολυμπία Χατζοπούλου (αρχιτέκτονα και πολιτικό μηχανικό), και Ελένη Ουρεϊλίδου (αρχιτέκτονα και αρχιτέκτονα τοπίου ΑΠΘ) υπό την αιγίδα του Ε’ Τομέα Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Αρχιτεκτονικής Τεχνολογίας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ (2015-2016).
Η δεύτερη μελέτη αφορούσε την ερευνητική πρόταση με τίτλο «Διαχρονική και σύγχρονη διερεύνηση της σχέσης της πόλης της Θεσσαλονίκης με το Δυτικό της Τείχος: Παλίμψηστες χαρτογραφήσεις, αναζήτηση εκφράσεων στο αστικό παρόν και στρατηγικός σχεδιασμός του αστικού τοπίου». Ερευνητική ομάδα: με υπεύθυνη την Ασπασία Κουζούπη και μέλη τις Βάνα Τεντοκάλη, Στέλλα Νικολακάκη (αρχιτέκτονα και υπ. Διδάκτορα ΑΠΘ), Δρα. Αλίκη Συμεωνάκη (φιλόλογο) και Μαρία Τασοπούλου (τοπογράφο και υπ. διδάκτορα ΑΠΘ). Η πρόταση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της Πρόσκλησης ΕΔΒΜ34 «Υποστήριξη ερευνητών με έμφαση στους νέους ερευνητές» (ανοιξη του 2017.
Secchi B. 2012 : Palinsesti Infrastutturali. Στο: Ferlenga A. et al [ed] : L’ Architettura del Mondo. Infrastrutture, Mobilita, Nuovi Paesaggi. Μιλάνο: La Triennale Di Milano, Editrice Compositori
Κουζούπη Α. 2018: Σηματοδοτώντας ένα Τοπίο ως Παλίμψηστο Αρχαίων και Σύγχρονων Υποδομών. Ανάλυση του Υπόβαθρου του Έργου «ΤΟΠΙΟ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΛΕΩΝΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΔΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ-ΣΠΑΡΤΗΣ». Στο : Τσέτσης Σ. [επιμ] Μνήμη και Αστικό Φαινόμενο. Αθήνα: Μίλητος
Τεντοκάλη Β. 2001. «Το παλίμψηστο της πόλης μέσα από το αστικό κενό», στο Αρχιτεκτονική ως τέχνη. Περιοδική έκδοση του ΣΑΘ/ 4/ Μάιος ‘01: ‘Σχεδιάζοντας το παρελθόν’.
Βελένης Γ. 1998. Τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
και
Μπακιρτζής Χ. 1975. Η θαλάσσια οχύρωση της Θεσσαλονίκης. στο: Βυζαντινά, 7, Θεσσαλονίκη
Secchi B. 1986. “Il progetto di suolo”, στο: Casabella, n. 520.
Συμβούλιο της Ευρώπης. 2000: European Landscape Convention. Strasbourg: Council of Europe.
Fairclough G., Pedrolia B. Pedrolia N. 2014. Seeing Heritage through the Lens of Landscape – New Approaches in Landscape Archaeology Based on the Fusion of Heritage and Landscape. Στο: 2014 Landscape Archaeology Congress proceedings. DOI 10.5463/lac.2014.64 1
UNESCO 2011: Historic Urban Landscape declaration (HUL). http://portal.unesco.org/

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εισήγηση στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο “ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ +”, που διοργανώθηκε από το ΤΕΕ/ΤΚΜ, 28 – 30 Μαρτίου 2019 στη Θεσσαλονίκη.