Search
Close this search box.

Η σημαντική του υγρού στοιχείου κατά την εξέλιξη του δημόσιου χώρου των Αθηνών

Πισιμίσης Νεκτάριος

Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΚΜ “Δημόσιος Χώρος”

Περίληψη

Η αντίληψη για τον δημόσιο χώρο αφορά την πολυεπίπεδη ανάγνωση και αναγνώρισή του ως ένα πεδίο προβολής κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Η ανάγνωση του αστικού και πολεοδομικού ιστού δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά χωρικά και γεωμετρικά χαρακτηριστικά, αλλά έχει ανάγκη να απευθυνθεί σε πτυχές του δημόσιου βίου, όπως η πολιτική, η κοινωνική και η οικονομική. Το εξαιρετικά, λοιπόν, σύνθετο ζήτημα που θέτει ο δημόσιος χώρος, η ανακοίνωση αυτή επιλέγει να μελετήσει μέσα από μια και μόνο οπτική, αυτή της ανάγνωσης του υγρού στοιχείου. Ειδικότερα, μελετάται ο δημόσιος χώρος των Αθηνών, δηλαδή εξετάζεται η σημαντική του νερού στο σύνολο των ελεύθερων χώρων και πλατειών κατά τη περίοδο μετάβασης από την οθωνική στην οθωμανική Αθήνα, μια περίοδο έντονης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Η περίοδος αυτή δεν επιλέγεται μόνο για το τελευταίο, αλλά διότι η πόλη των Αθηνών δέχεται καθοριστικές επεμβάσεις στον ιστό της, γεγονός που αργότερα θα αποκρυσταλλώσει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα της σημερινής Αθήνας, μιας μεγαλούπολης στην οποία ο δημόσιος χώρος διαθέτει αρκετό χώρο προς βελτίωση. Επομένως, τη περίοδο αυτή, την περίοδο της μεταοθωμανικής Ελλάδας, την περίοδο που η πόλη των Αθηνών πολεοδομείται ή δέχεται στρατηγικές επεμβάσεις από αρχιτέκτονες-πολεοδόμους επιλέγει ο συγγραφέας να εξετάσει. Μεθοδολογικά, η έρευνα διακρίνεται σε τρεις βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση εξετάζει το υγρό στοιχείο της πόλης ως φυσικό, δηλαδή μελετάται ο τρόπος με τον οποίο εμφανιζόταν στην καθημερινότητα και νοηματοδοτούσε τον αστικό και περιαστικό χώρο. Η δεύτερη κατεύθυνση ασχολείται με την πολιτική του διάσταση και μελετάται ως στοιχείο μέσω του οποίου εκφράστηκε η εκάστοτε πολιτική «κουλτούρα», δηλαδή ο ρόλος του στις πολιτικές εξυγίανσης και η σημασία του ως χρηστικού, αισθητικού και λοιπών εκφάνσεων του. Τέλος, η τρίτη κατεύθυνση αφορά τη τεχνική του διάσταση, δηλαδή μελετάται ως μέρος του μεγαλύτερου και ίσως διαχρονικότερου προβλήματος που αντιμετώπισε ποτέ η πόλη, του υδρευτικού. Ειδικότερα, η προσέγγιση του υδρευτικού ζητήματος ενεργοποιεί μια σειρά διακριτών ζητημάτων, όπως αυτή του οικονομικού. Για το λόγο αυτό, η έρευνα ακολουθεί πορεία από το ειδικό στο γενικό, δηλαδή εξετάζονται ένα προς ένα τα επιμέρους ζητήματα, τα οποία μας βοηθούν να αναγνώσουμε το υγρό στοιχείο συνολικά. Τέλος, για την διευκόλυνση τόσο του ερευνητή όσο και του αναγνώστη, η εργασία αυτή διαιρείται σε τρεις ενδεικτικές χρονικές περιόδους. Περίοδος Ά (1824-1833) πριν την έλευση του Όθωνα, περίοδος ΄Β (1833-1860) κατά την παρουσία του Όθωνα και περίοδος ΄Γ(1860-1880-1909).

1       Εισαγωγή

Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αιώνα ορίζει την ολοκλήρωση μιας πολιτικής η οποία ασκούσε διοίκηση στον ηπειρωτικό χώρο της σημερινής Ελλάδας. Η άσκηση εξουσίας και πολιτικής πλέον κατευθύνεται από την Βαυαρία, μετατοπίζεται δηλαδή σε έναν νέο, δυτικό και ίσως ευρωπαϊκο τρόπο διοίκησης. Η παραπάνω αλλαγή θα περιμένει κάποιος να αποτυπωθεί όχι μόνο στον τρόπο σχεδιασμού των πόλεων, δηλαδή στην άσκηση πολιτικής μέσα από τον σχεδιασμό του αστικού χώρου αλλά πολύ περισσότερο στη νέα καθημερινή σχέση και επαφή του κατοίκου με την πόλη και τον δημόσιο χώρο της. Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω αλλαγή παρατηρείται στην σχέση του κατοίκου με το νερό και αυτή του νερού με την πόλη. Παρακάτω ακολουθούν με χρονολογική συνέπεια οι τρεις επιμέρους χρονικές περίοδοι για να ορίσουμε αυτό το γεγονός, τη σχέση δηλαδή πόλης-νερού-κατοίκου δίνοντας έμφαση στην σημαντική του υγρού στοιχείου των Αθηνών.

 

2       Περίοδος Ά, 1824-1833

Τη περίοδο αυτή η Αθήνα περιορίζεται σε 9.040[1] κατοίκους και ο αστικός της ιστός στους μαχαλάδες γύρω από την Ακρόπολη. Η επαναστατική περίοδος όχι μόνο προκάλεσε την μείωση του πληθυσμού της πόλης, αλλά τραυμάτισε έντονα τον ιστό[2] της. Η πόλη κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι διαιρεμένη σε 35 μαχαλάδες ή ενορίες οι οποίες ομαδοποιούνται σε 8 πλατώματα[3]. Ο δημόσιος χώρος, λοιπόν, εμφανίζεται σε τρεις περιπτώσεις. Την αγορά/παζάρι, την περισσότερο κεντρική περιοχή, στην οποία συχνάζουν ή χρησιμοποιεί το σύνολο του πληθυσμού, τις συνοικίες οι οποίες αποτελούν λιγότερο κεντρικές περιοχές και αφορούν την περιοχή κατοίκησης, ενώ η τρίτη περίπτωση σχετίζεται με το δίκτυο κίνησης εντός των μαχαλάδων.

Αν και ο δημόσιος χώρος κατά την οθωμανική περίοδο φαίνεται να ιεραρχείται στα παραπάνω, η χρήση και η νοηματοδότηση του νερού δεν ταυτίζεται με αυτό. Στην αγορά, το υγρό στοιχείο τοποθετείται σε κεντρικά σημεία. Έχει χαρακτήρα τόσο χρηστικό, όσο και καλλωπιστικό, ενώ η διαμόρφωση του γύρω χώρου επιτρέπει την άμεση επαφή του χρήστη με αυτό. Δηλαδή, ακόμα και σε μη πολυσύχναστα ή κεντρικά σημεία -στους μαχαλάδες- εντοπίζουμε κρήνες και πηγάδια που αποτελούν σημεία συνάθροισης. Αν και ο Π. Σκουζέ[4] καταγράφει την ύπαρξη 11 μόνο κρηνών στο σύνολο των 35 μαχαλάδων/ενοριών, αργότερα ο Staufert[5] σε μια απογραφή της πόλης εντοπίζει αριθμό κρηνών ίδιο με τον αριθμό των ενοριών. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον μέχρι και την έλευση του Όθωνα δίνεται ιδιαίτερη μέριμνα στην δημιουργία νέων και στη συντήρηση των παλαιότερων σημείων εμφάνισης του νερού στον δημόσιο χώρο του οικιστικού ιστού. Με ποιό τρόπο, όμως, εμφανίζεται το νερό στον δημόσιο χώρο εντός και εκτός της πόλης και ποιά η εξέλιξη που ακολουθεί μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα;

Το νερό στην οθωμανική αγορά, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, εμφανίζεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο όπως στα πλατώματα των συνοικιών.  Για παράδειγμα στο σταροπάζαρο, η κρήνη του σταροπαζάρου εξυπηρετεί τον ανεφοδιασμό τόσο των εμπόρων και καταναλωτών όσο και το πότισμα των αλόγων. Στους χώρους αυτούς συχνά συγκεντρώνονται αρκετοί κάτοικοι μετατρέποντας την κρήνη ως σημείο συνάθροισης. Αντίθετα, στα άλλα δυο πλατώματα της αγοράς το νερό εμφανίζεται μέσω πιδάκων, τα σιντριβάνια. Η χρήση όμως των σημείων αυτών δεν είναι διακοσμητική ή καλλωπιστική. Η επεξεργασία του σημείου εμφάνισης του νερού στον δημόσιο χώρο της αγοράς σχετίζεται και με μια παραπάνω χρήση σε καλή γειτνίαση με τα σημαντικότερα διοικητικά και θρησκευτικά κτίρια, όπως το Τζαμί Τζισδαράκη, Σοφτά τζαμί, Βοϊβοδαλίκι-Διοικητήριο. Αντίθετα, οι κρήνες βρίσκονται κατά μήκος των δρόμων, του κυριότερου πολεοδομικού στοιχείου της περιόδου, σε μη κεντρικές περιοχές. Παρ΄ όλα αυτά οι κρήνες και τα σιντριβάνια έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Δηλαδή είναι σημεία συνάθροισης[6] και παρουσιάζουν χαρακτήρα εξ ολοκλήρου χρηστικό ικανοποιώντας βασικές ανάγκες των κατοίκων, ενώ τόσο στις κεντρικές όσο και στις λιγότερο κεντρικές περιοχές του αστικού ιστού η παρουσία του νερού διατηρεί σταθερή την πυκνότητά της. Τέλος, και ο σχεδιασμός των μαρμάρινων και πέτρινων πιδάκων και κρηνών χαρακτηρίζεται από την εύκολη προσέγγιση του νερού, δηλαδή δεν σχεδιάζονται τα τύμπανα περιμετρικά των σημείων αυτών αλλά ούτε και η διακόσμηση αποτελεί εμπόδιο στη σχέση του χρήστη με το νερό. Αντίθετα, η απόσταση του ανθρώπου με το νερό εκμηδενίζεται, ο κάτοικος ακούει, γεύεται και ακουμπάει το νερό.

Παρ΄ όλα αυτά, η σχέση της πόλης με το νερό χαρακτηρίζεται και ως εμπόδιο. Αρκετά από τα ρέματα παραμένουν ανοικτά δυσχεραίνοντας τόσο την υγιεινή της πόλης όσο και την συνδεσιμότητά της. Για παράδειγμα, η σημερινή οδός σταδίου είναι ρέμα με έντονη την τοπογραφία, ενώ η σημερινή περιοχή της Ομόνοιας είναι χώρος εναπόθεσης σκυβάλων[7]. Η μόνη φυσική μορφή νερού που αξιοποιείται από την πόλη είναι ο Ιλισσός, το μοναδικό σημείο που οι κάτοικοι απολαμβάνουν τον περίπατο στην παρόχθια γραμμή

3       Περίοδος ΄Β, 1833-1860

Η περίοδος αυτή σύμφωνα με την βιβλιογραφία σχετίζεται με τον εξωραϊσμό της πόλης. Παρόλες τις φιλοδοξίες που συνδέονται τόσο με την νέα σημασία της Αθήνας ως πρωτεύουσας, όσο και της νέας διοίκησης υπό τον Όθωνα, ο παλιός αστικός ιστός δεν αλλοιώνεται σημαντικά αλλά ίσως υποβαθμίζεται. Αν και θα περίμενε κάποιος τη περίοδο αυτή η πόλη να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης ή να αναβαθμίζει τον δημόσιο χώρο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να πραγματοποιείται.

Αναλύοντας συνοπτικά τους δημόσιους χώρους εντός και εκτός πόλης, παρατηρούμε ότι τα κεντρικά σημεία του παλιού ιστού τώρα υποβαθμίζονται. Αρκετοί παράγοντες, όπως η μεταφορά της κοινωνικής ζωής σε νέα τμήματα της πόλης[8], η επέκταση της κατοίκησης βορειότερα[9] και κάποιες φυσικές καταστροφές[10] εντός του παλιού ιστού οδήγησαν σύντομα σε υποβάθμιση των δημόσιων χώρων, όπως αυτού της πλατείας Μοναστηρακίου ή της παλιάς αγοράς. Κυρίως όμως, αναγνωρίζοντας την εμφάνιση του νερού στους χώρους αυτούς κατανοούμε το αντίθετο απ’ ότι οι βιβλιογραφικές αναφορές καταδεικνύουν. Ο εξωραϊσμός και η βελτίωση της καθημερινότητας του Αθηναίου συνδέθηκε κυρίως με την δημιουργία νέων σημείων στην επέκταση της πόλης και στον εξευγενισμό των άμεσα συνδεόμενων αυτής χώρων. Σε καμία περίπτωση  δεν παρατηρείται αλλαγή της προηγούμενης κατάστασης προς το καλύτερο αλλά το αντίθετο. Δηλαδή, οι παρατηρήσεις που αφορούν την σχέση του κατοίκου με τον νερό παραμένουν ίδιες ή ακόμη περισσότερο γίνεται εις βάρος του, όπως σε αρκετές περιπτώσεις συμβαίνει με την εγκατάλειψη πολλών κρηνών και σιντριβανιών θέτοντας ζητήματα υγιεινής στον δημόσιο χώρο συνολικά. Επομένως, η αλλαγή έγκειται στην σχέση της πόλης με το νερό, στα νέα δεδομένα που αφορούν  τη πόλη, όπως είναι αυτό των νέων συνηθειών που εκφράζουν τη βασιλική οικογένεια και μεταφέρονται μέσα από τον δημόσιο χώρο στον δημόσιο βίο[11].

Αρχικά, αρκετά ρέματα που ως φυσικό στοιχείο νερού μέσα στην πόλη επιβάρυναν την υγιεινή και την καλαισθησία της, σταδιακά[12] επιχωματώθηκαν, ενώ την ίδια στιγμή σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν μελέτες από δυτικούς[13] σχεδιαστές που αφορούσαν νέα τμήματα της πόλης, νέους ελεύθερους χώρους και πλατείες. Δηλαδή, δόθηκε έμφαση στον εξευγενισμό ελεύθερων χώρων που γειτνίαζαν με επίσημα κτίρια, όπως το παράδειγμα της πλατείας Νομισματοκοπείου που φιλοξένησε κατοικίες επιφανών πολιτών[14] και σειρά κρατικών υπηρεσιών και υπουργείων. Το ίδιο συμβαίνει και εκτός της πόλεως των Αθηνών, δίνεται έμφαση στον ανασχεδιασμό πάρκων και αλσών όπως η περίπτωση του πεδίον του Άρεως, ο βοτανικός κήπος και η παριλίσσια περιοχή, σημεία «εντός» και εκτός πόλης τα οποία συνδέθηκαν με την νέα πολιτική «κουλτούρα» που πρέσβευε με τη παρουσία του ο Όθωνας στην Αθήνα. Παρ΄ολα αυτά, οι παραπάνω προσπάθειες βελτίωσης της ποιότητας του δημοσίου χώρου απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, ο άξονας της Πατησίων, που ήταν εξοχικός δρόμος περιπάτου συνδέοντας το κέντρο της Αθήνας με το άλσος/πεδίον του Άρεως, δέχτηκε αρκετές παρεμβάσεις ώστε να είναι φυτεμένος κάτι το οποίο αποτύγχανε συνεχώς λόγω λειψυδρίας. Δηλαδή, η ξηρασία της περιοχής ή ο κακός χειρισμός του συστήματος ύδρευσης είχε το παραπάνω αποτέλεσμα.

4       Περίοδος ΄Γ, 1960-1980-1909

Παρότι η κατάσταση που επικρατούσε στην διαχείριση του νερού της προηγούμενης περιόδου έπρεπε να προβληματίσει την κεντρική εξουσία ώστε να λάβει αντίστοιχα μέτρα αντιμετώπισης, φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν είχε «μετρηθεί» ακόμη. Κατά την τρίτη, λοιπόν περίοδο μελέτης φαίνεται ότι οι τοπικοί άρχοντες[15] αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος. Επομένως, η διαχείριση του δημόσιου χώρου, που σε πρώτο βαθμό σχετίζεται με την υγιεινή και την καθαριότητά του και ύστερα με τον καλλωπισμό του, είχε αποτύχει στο σύνολό της. Δηλαδή, οι προσπάθειες του Όθωνα να εισάγει έναν δυτικό τρόπο οικειοποίησης του δημόσιου χώρου, συνδέονταν περισσότερο με αποτυχημένες μορφές εξευγενισμού περιοχών εκτός του αστικού ιστού, αλλά και σε εντός αυτού περιοχές που συνδέονταν περισσότερο με τον διακοσμητικό ή πολυτελή χαρακτήρα της παρέμβασης, πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι εξευγενισμοί αφορούσαν «προαύλιους» χώρους σημαντικών κτιρίων.

Επομένως, αυτή τη περίοδο η ευθύνη για τον δημόσιο χώρο μετατοπίζεται εξ ολοκλήρου στην αρμοδιότητα του Δήμου. Αναλύοντας, λοιπόν, τις παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο και δίνοντας περισσότερο έμφαση στην διαχείριση του νερού, παρατηρούμε ότι δεν πραγματοποιούνται έργα βελτίωσης των δημόσιων χώρων[16], αλλά ότι οι περισσότερες επεμβάσεις αφορούν τις υποδομές του νερού. Πλέον αναγνωρίζεται το υδρευτικό πρόβλημα μείζονος σημασίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η ποιότητα του δημόσιου χώρου παραμένει σταθερή μέχρι και την επίλυση του υδρευτικού ζητήματος. Εξαίρεση αποτελούν οι χώροι ενδιαφέροντος της βασιλικής αυλής που είχαν πλέον καθιερωθεί ως χώροι περιπάτου και αναψυχής. Αυτοί οι χώροι πλέον συγκέντρωναν κέντρα διασκέδασης και δραστηριότητες εκτόνωσης ή επαφής με τη φύση μιας και η εικόνα της πόλης ήταν ακόμα υποβαθμισμένη.

 

 

2       Συμπεράσματα

Μόνο μετά την οριστική επίλυση του υδρευτικού το νερό στην μεγαλούπολη Αθήνα αποκτά νέα σχέση με τον κάτοικο. Από τη μια πλευρά, σε κεντρικές πλατείες, όπως η πλατεία Συντάγματος, το νερό εμφανίζεται μέσω πίδακα και είναι καλλωπιστικό. Από την άλλη, σε γειτονιές όπως η κεντρική περιοχή του Κολωνακίου και της Κυψέλης το νερό εμφανίζεται σε δεξαμενές για την διασκέδαση και δροσισμό των κατοίκων. Επομένως, παρατηρεί κανείς ότι η νέα σχέση του κατοίκου με το νερό και κατ΄ επέκταση με τον δημόσιο χώρο βελτιώνεται με γοργούς ρυθμούς μόνο όταν το υδρευτικό ζήτημα λύνεται.

Η ανακοίνωση αυτή, λοιπόν, αποδέχεται ότι η κακή κατάσταση του συστήματος ύδρευσης ήταν η αιτία όπου η πόλη διερχόταν μεγάλων περιόδων ανομβρίας. Το τελευταίο είχε ως συνέπεια ο δημόσιος χώρος συνεχώς να υποβαθμίζεται διότι η έλλειψη νερού ταυτιζόταν με την έλλειψη καθαριότητος, καλλωπιστικών φυτών και σιντριβανιών. Παρ΄ όλα αυτά η σχέση του κατοίκου με το νερό ήταν αμεσότερη και περισσότερο αναγκαία. Τόσο ο σχεδιασμός των κρηνών και σιντριβανιών όσο και η ανάγκη ύδρευσης από την δημόσια κρήνη επέβαλλαν στον κάτοικο μια καθημερινή σχέση με το υγρό στοιχείο. Το τελευταίο, με την επιδιόρθωση του υδρευτικού ζητήματος και με την αλλαγή νοοτροπίας που ο Όθωνας προσπάθησε να επιβάλει μέσα από τις επιλογές αναβάθμισης του δημόσιου χώρου εκτός πόλης αντιστρέφεται. Ο κάτοικος απομακρύνεται από το νερό, δεν το γεύεται, ούτε το ακουμπάει, παρά μόνο το ακούει. Το ακούει να σημαίνει έναν νέο ρυθμό, τον ρυθμό μιας νέας μεγαλούπολης.

 

Εικόνα 1 Είσοδοι της πόλεως(Π), κρήνες, ενορίες και το ίχνος του υδρευτικού συστήματος όπως καταγράφεται με την έλευση του Όθωνα, Μ.Κ. 2010 με υπόβαθρο τον χάρτη Κ.Μ. 1966, ιδία επεξεργασία

Εικόνα 2 Πίνακας με υδραυλικά έργα και υποδομές νερού ανά δημαρχία, 1831-1862, ιδία επεξεργασία

Εικόνα 3 Πίνακας με υδραυλικά έργα και υποδομές νερού ανά δημαρχία, 1863-1907, ιδία επεξεργασία

Παραπομπές – Βιβλιογραφία
Κορρές Μανόλης, 2010, Οι Πρώτοι Χάρτες της Πόλεως των Αθηνών, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα.
Μελαμπιανάκη Ευγενία, 2006, «Οι πλατείες της Αθήνας, διαδικασία διαμόρφωσης, λειτουργία, πολεοδομική σημασία», Ε.Μ.Π. τμήμα πολεοδομίας και χωροταξίας,   Αθήνα
Παρασκευόπουλος, Γ., 1907, Οι Δήμαρχοι των Αθηνών (1835-1907), Αθήνα, (επανέκδ.      Δήμου Αθηναίων)
Σκαλτσά, Ματούλα Χ., 1983, Κοινωνική Zωή και Δημόσιοι Χώροι Κοινωνικών Συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου Aιώνα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Θεσσαλονίκη
Τραυλός, Ιωάννης Ν., 1960,  Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών: από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Αθήνα, (επανέκδ. Εκδόσεις Καπόν, 2005).
[1] σύμφωνα με την απογραφή του 1824, βλ. Μελαμπιανάκη σελ. 35
[2] αναφορά γάλλου ακαδημαϊκου, M. Michaud, βλ. Μελαμπιανάκη σελ. 36
[3] χάρτης Fauvel, βλ. Κορρές Μ., σελ.89
[4] την καταγραφή του Π. Σκουζέ περιέχει ο Τραυλός Ι., βλ. Τραυλός Ι.
[5] σχέδιο Staufert 1842, βλ. Κορρές Μ.
[6] για την εξέλιξη των χώρων συνάθροισης βλ. Σκαλτσά Μ.
[7] βλ. Μελαμπιανάκη Ε., τομ. ΄Β, σελ. 166
[8] από ανάλυση της κοινωνικότητας των Αθηνών, βλ. Σκαλτσά Μ.
[9] όπως αναφέρει η Σκαλτά Μ. η πόλη αναπτύσσεται (κοινωνικές δραστηριότητες) προς βορρά στον άξονα της Πατησίων
[10] για παράδειγμα η πυρκαγιά που ξεσπά το 1884 μεταξύ της βιβλιοθήκης του Ανδριανού και της πλατείας Δημοπρατηρίου καταστρέφει ολοσχερώς τη περιοχή
[11] χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα να δημιουργηθούν πλατείες που θα φιλοξενούν την φιλαρμονική του παλατιού μια φορά την εβδομάδα όπως το παράδειγμα του πεδίον του Άρεως και της πλατείας Νομισματοκοπείου(νυν Κλαυθμώνος) ή η καθιέρωση του περίπατου σε διευρημένους άξονες εκτός πόλης, όπως η Πατησίων, βλ. Μελαμπιανάκη Ε.
[12]για παράδειγμα το ρέμα της σημερινής οδού Σταδίου και άλλα που διέρχονταν από πλατείες όπως Ομόνοιας και Κουμουνδούρου, βλ. Μελαμπιανάκη Ε.
[13] όπως η περίπτωση του Gartner και του Smarat για τον βασιλικό κήπο
[14] όπως η περίπτωση της οικίας Βούρου και Αφθονίδου
[15] το υδρευτικό ζήτημα αντιμετωπίστηκε με σοβαρότητα κατά την περίοδο του Σπ. Μερκούρη, όπου και επιλύθηκε, βλ. Παρασκευόπουλο Γ.
[16] από πρακτικά Δήμου Αθηνών τη περίοδο 1963-1899, βλ. Παρασκευόπουλο Γ.