Search
Close this search box.

Το +συν του Δημόσιου Χώρου ως Πρόσθετο και ως Κοινό

Κουτσουμπός Λεωνίδας

Κέντρο πόλης εμπνεύσεως Ballantyne

Περίληψη

Η παρούσα εισήγηση αποτελεί προσπάθεια ερμηνείας της σημασίας του συμβόλου + (συν) ως προσδιοριστικού στοιχείου του δημόσιου χώρου, που υπάρχει στον τίτλο του συνεδρίου. Προτείνει να δούμε το +συν του δημόσιου χώρου, όχι σαν κάτι πρόσθετο, επί πλέον, ή εκ του περισσού, αλλά σαν κάτι αδιαχώριστο από το δημόσιο χαρακτήρα του, που βρίσκεται στον πυρήνα της συγκρότησής του: την έννοια της συν-ύπαρξης,ως ένα sensus communis, του αισθήματος δηλαδή του ανοίκειν σε μια κοινωνία, που προκύπτει από μια κοινή λογική, που δεν μπορεί να απομονωθεί σε κάθε άνθρωπο, αλλά είναι αυτό που δημιουργεί την κοινότητα και το δημόσιο χαρακτήρα του χώρου.

1       Εισαγωγή

Η έννοια του δημόσιου χώρου αποτελεί ένα εξαιρετικά γενικό φαινόμενο που προσεγγίζεται συστηματικά από πολλές και διαφορετικές επιστήμες: αρχιτεκτονική, αστικός σχεδιασμός, πολεοδομία, χωροταξία, γεωγραφία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, πολιτισμικές σπουδές, φιλοσοφία κτλ.  Σε κάθε περίπτωση, ο δημόσιος χώρος γεννάται από το φαινόμενο της κοινωνικοποίησης, της τάσης δηλαδή που έχουν οι άνθρωποι για εντοπισμένη διάδραση μεταξύ τους (Habermas 2004). Στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής σκοπιάς που, κατ’ αρχήν, προσεγγίζει το θέμα το συγκεκριμένο συνέδριο, σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο ο σχεδιασμός ως πρακτική και το κτισμένο περιβάλλον ως αποτέλεσμα του, συμμετέχουν στην συγκρότηση και την οριοθέτηση του δημόσιου χώρου.

Το θέμα του δημόσιου χώρου είναι εξαιρετικά κρίσιμο,από πολλές απόψεις, ειδικά όμως εδώ θα σταθούμε στην πολιτική και ειδικότερα την ηθική διάσταση της αρχιτεκτονικήςπου διαμορφώνει τα όρια του. Βασική αφετηρία του κειμένου αποτελεί η θέση ότι η αρχιτεκτονική εγείρει ηθικά ζητήματα καθώς υλοποιεί τα χωρικά όρια μέσα στα οποία οι άνθρωποι συνυπάρχουν επηρεάζοντας τον τρόπο που κοινωνικοποιούνται(Lagueux 2004).

Το παρών κείμενο, στον περιορισμένο χώρο ανάπτυξής του, θα επιχειρήσει μια θεωρητική περιγραφή των παραπάνω, μέσα από την ανάλυση του της σημασίας του συμβόλου+ (συν) ως προσδιοριστικό στοιχείου του δημόσιου χώρου, που υπάρχει στον τίτλο του συνεδρίου. Προτείνει λοιπόν τη μετατόπιση της ανάγνωσης του συμβόλου, από το συν ως κάτι το πρόσθετο, στο συν ως το κοινό στοιχείο, που βρίσκεται στον πυρήνα συγκρότησης του δημόσιου χώρου.

2       Το συν ως πρόσθετο

Ο πρώτος και πιο προφανής τρόπος να διαβάσει κανείς το σύμβολο + είναι εστιάζοντας σε μια πρόσθετη αξία που υπάρχει, ή που θα έπρεπε να αποκτήσει ο δημόσιος χώρος, προκειμένου να εκπληρώσει, με μεγαλύτερη πληρότητα,την βασική του λειτουργία, δηλαδή την κοινωνική του διάσταση.

Στις μέρες μας, η έννοια της επαυξημένης αυτής διάστασης των πραγμάτων συναντάται ευρέως στοντομέα της τεχνολογίας, καθώς βλέπουμε όλο και πιο συχνά την παραγωγή ενός προϊόντος σε μία πρώτη βασική μορφή και ταυτόχρονα σε μια επαυξημένη έκδοση ‘plus’ με περισσότερα και καλύτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν πιο ελκυστικό, αλλά,φυσικά, σε πιο ακριβή τιμή. Η πρακτική αυτή αποτελεί βασικό στρατηγικό εργαλείο του μάρκετινγκ πολλών εταιριών προκειμένου να εξιτάρουν τους καταναλωτές, να δημιουργήσουν ανταγωνιστικό κλίμα (ακόμα και ανάμεσα στα δικά τους προϊόντα) και να ανταποκριθούν στην ακόρεστηπροσπάθεια ανανέωσης και ανταγωνιστικότητας των προϊόντων.

Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε τί συγκροτεί αυτή την +συν, πρόσθετη και επαυξημένη διάσταση του δημόσιου χώρου που προτείνει το συνέδριο και τον τρόπο με τον οποίο ο αρχιτεκτονικός και αστικός σχεδιασμός συμμετέχει σε αυτή τη συγκρότηση.Η αρχιτεκτονική αποτελεί την κατεξοχήν τέχνη και επιστήμη που έρχεται να προσθέσει κάτι νέο στο δημόσιο χώρο. Αυτό το πετυχαίνει είτε μέσα από τα απλά και καθημερινά κτίρια και παρεμβάσεις (περισσότερα γι’  αυτά θα μιλήσουμε προς το τέλος), είτε, κυρίως, μέσα από τις διάφορες προτάσεις δημόσιων και επώνυμων επεμβάσεων, που, θεωρητικά τουλάχιστον, δημιουργούν συνεχείς βελτιώσεις κάθε φορά του δημόσιου χώρου.

Ιστορικά, όπως έχει εύστοχα υποστηριχτεί, πάντα οι πόλεις και ο δημόσιος χώρος τους υπήρξαν δημιούργημα κοινωνικής συγκέντρωσης πύκνωσης ενός προϊόντος υπεραξίας(Harvey 2008).Ειδικά όμως μεταξύ του 14ου και του 16ου αιώνα οι Δυτικές Ευρωπαϊκέςπόλεις μεταμορφώθηκαν σταδιακά,από πεδίο αστικής κουλτούρας,σε μηχανές παραγωγής οικονομικής υπεραξίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πόλεις που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής της αναγέννησης, όπως η Φλωρεντία, υπήρξαν κομβικά κέντρα ανάπτυξης των τραπεζικών υπηρεσιών. Η δημιουργία εμβληματικών κτιρίων και δημόσιων χώρων με διαφορετικό ‘στυλ’ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάδειξη της διαφοροποίησης από την προηγούμενη περίοδο του Μεσαίωνα. Ταυτόχρονα, ο ρόλος του αρχιτέκτονα διαφοροποιείται σημαντικά καθώς παύει να είναι ο εκπρόσωπος της συντεχνίας και γίνεται ο διαλεκτός των εντολοδόχων (Aureli 2016). Ενδιαφέρον παρουσιάζει,επίσης, το γεγονός ότι, σταδιακά,κατά τη διάρκεια της νεωτερικής περιόδου, υπήρξε μια νοηματική μετάβαση, όπου το δημόσιο άρχισε να ορίζεται ως το κρατικό, ενώ το ιδιωτικό ως ο χώρος που δεν φτάνει να αγγίξει το κράτος(Apostol 2007).

Αποτελεί κοινός τόπος ότι, έκτοτε, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των  νεωτερικών κοινωνιών είναι η μείωση της κοινωνικής επαφής,καθώς η ατομικότητα και η απομόνωση αποτελούν,όλο και περισσότερο,δείγματα κοινωνικής ανεξαρτησίας. Επίσης, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, μαζί με την ταυτόχρονη αποξένωση της ιδιωτική σφαίρας, συμπληρώνουν την εικόνα των σύγχρονων κοινωνιών.Ταυτόχρονα, στα πλαίσια αυτής της απομόνωσης, ο δημόσιος χώρος σταδιακά έχει απωλέσει τον πολιτικό του χαρακτήρα(Apostol 2007).

Στις σύγχρονες πόλεις ο δημόσιος χώρος οργανώνεται γύρω από μια«οικολογία του πλεονάσματος»(Amin 2008). Το πλεόνασμα αυτό όμως μπορούν να το απολαύσουν μόνο όσοι είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και έτοιμοι να το διεκδικήσουν για τον εαυτό τους. Σταδιακά, με αυτό τον τρόπο, ο δημόσιος χώρος έχει καταλήξει να συγκροτείται από το υπόλοιπο, αυτό που απομένει από τις διαφορετικές μορφές της ιδιωτικής διεκδίκησης.Έτσι, το συλλογικό δεν προϋπάρχει του ατομικού, αλλά είναι αυτό που το καθορίζει.

Η μετάβαση του νοήματος του δημόσιου βίου, που συμβαίνει στο δημόσιο χώρο, σε αντιδιαστολή και αντίστιξη με τον αντίστοιχο ιδιωτικό αποτελεί ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό των περισσότερων σύγχρονων ανεπτυγμένων κοινωνιών. Στη συνέχεια προτείνω να δούμε αυτό το συν, όχι σαν κάτι πρόσθετο που έρχεται να προστεθεί στο δημόσιο χώρο, αλλά σαν το κοινό στοιχείο που συν-διαμορφώνει το βασικό πυρήνα της έννοιας του δημόσιου χώρου.

 

3       Τοσυνωςκοινό

Όπως ήδη αναφέρθηκε νωρίτερα, ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, που γεννάται,όμως, από την απλή διάδραση των ανθρώπων μεταξύ τους. Μέσα από τη διάδραση αυτήοι άνθρωποι μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο, και αυτό παραδοσιακά συνέβαινε στο δημόσιο χώρο όπου υπάρχουν τα ερεθίσματα του πολιτισμού (Habermas 2004).

Τα θεμέλια της οπτικής αυτής κωδικοποιήθηκαν με συστηματικότητα, ήδη κατάτην αρχαιότητα,από τον Αριστοτέλη,σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος ορίζεται ωςζώο πολιτικό(Aristotle 1996). Η πολιτική αυτή διάσταση του βίου συμβαίνει,κατ’ εξοχήν,στο δημόσιο χώρο, στη δημόσια σφαίρα. Στην αρχαιότητα ο δημόσιος βίος έφτανε στην ύψιστη μορφή του με τον πολιτικό βίο, αυτόν που είχαν δικαίωμα να έχουν ενεργοί πολίτες (όχι οι μέδικοι, οι γυναίκες και οι δούλοι), τον οποίο ο Habermas έχει χαρακτηρίσει ως τη ‘σφαίρα της ελευθερίας και της μονιμότητας’, ενώ ο ιδιωτικός βίος, αντίθετα, άνηκε στη ‘σφαίρα της αναγκαιότητας και της μεταβατικότητας’ (Habermas 2015; Apostol 2007).

Ο δημόσιος χώρος, υπό αυτή την οπτική, έχει άμεση σχέση το θεσμό της δημοκρατίας, όπου ο δήμος κρατά τα ινία της εξουσίας. Ακόμα και στις λατινογενείς γλώσσες ο όρος republicγεννάται από τον όρο res publicaκαι αφορούσε τις δημόσιες υποθέσεις, που γενικά αποτελούσε μετάφραση του όρου ‘πολιτεία’ από τον Κικέρωνα(Cicero: De Re Publica: De Legibus 1928). Στα γερμανικά το επίρρημα για το δημόσιο (αγγλικά publicαπό το populous) είναι το öffentlich που σημαίνει ανοιχτό, δωρεάν ή χωρίς περιορισμούς(Apostol 2007). Φυσικά όμως ο δημόσιος χώρος δεν είναι ομοιογενής και ομοιότροπος. Ο βαθμός στον οποίο η ανοιχτότητά του είναι δημόσια ποικίλει κατά περίπτωση(Smith, Low, και Low 2013).

Στο δημόσιο χώρο λοιπόν συγκροτείται και σμιλεύεται ένα κοινό αίσθημα για τα πράγματα μια κοινονοημοσύνη(Aurelius 1831; Κοραής 1839), που είναι απαραίτητη για την κοινωνική διάσταση του χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το sensuscommunis αποτελεί διαχρονικά ένα από τα κεντρικά προβλήματα στη φιλοσοφία. Οι περισσότεροι σημαντικοί φιλόσοφοι έχουν προσπαθήσει να ορίσουν τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται αυτή η κοινή αίσθηση των πραγμάτων, ενάντια στην απόλυτη σχετικοποίηση της εκάστοτε υποκειμενικής ανάγνωσης του χώρου και του Άλλου (Rosenfeld 2011). Εδώ, αξίζει μόνο να σημειωθεί η ηθική  διάσταση που αποδίδεται στον όρο από μια μερίδα φιλοσόφων (που ξεκινά ίσως από τον Vico), ως αντίδραση στην απόλυτηρατιοναλιστική προσέγγιση του Descartes(Schaeffer 1990).

Από αυτήν την κοινή αίσθηση πηγάζει και η ‘ηθική λειτουργία’  της αρχιτεκτονικής,η οποία σύμφωνα με τον KarstenHarries«μας βοηθά να αρθρώσουμε ένα κοινό ήθος»(Harries 1997)και σαν ήθος ορίζεταιο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι υπάρχουν και κατοικούν τον κόσμο. Τα μέλη κάθε κοινωνίας έχουν ανάγκη να μοιράζονται κάτι κοινό στον τρόπο με τον ο οποίο ζουν, αντίστοιχα με τον τρόπο που μοιράζονται τη γλώσσα που μιλούν, χωρίς επί της ουσίας να την επιλέγουν.

Η ηθική διάσταση του δημόσιου χώρου παράγεται κατά κύριο λόγο προ-συνειδησιακά και ως άμεση απόκριση στα γύρω ερεθίσματα και πολύ λιγότερο ως αποτέλεσμα έλλογων νοητικών διεργασιών. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί πεδίο συνεχούς διαπραγμάτευσης σχέσεων που σπάνια φτάνουν να απασχολήσουν τον συνειδητό πεδίο των σκέψεων του ανθρώπου (Amin 2008). Γι’ αυτό το λόγο, ένα σημαντικό κοινό στοιχείο, που συγκροτεί μια κοινότητα, είναι τα κοινά ήθη και έθιμα, πολλά από τα οποία σχετίζονται με πρακτικές οικειοποίησης του δημόσιου χώρου.

Η ύπαρξη ενός κοινού τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς, ενός ‘κοινού τόπου’, βασίζεται πάρα πολύ στη συνήθεια και στην επανάληψη. Στο δημόσιο χώρο λειτουργούμε με κάποιον τρόπο, επειδή το έχουμε ξανακάνει στο παρελθόν, επειδή επαναλαμβάνουμε πρακτικές, που είδαμε να γίνονται μέσα σε αυτόν, μέσα από τη μίμηση(Ballantyne 2002, 27–28). Κάποιες φορές (πολύ λίγες στην πραγματικότητα), επιλέγουμε να διαφοροποιηθούμε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς, αλλά ακόμα και τότε, λειτουργούμε σε αντίθεση και, άρα, σε σχέση, με κάτι που προϋπάρχει και το οποίο μοιραζόμαστε με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αλλιώς η συμπεριφορά αυτή θα ήταν α-νόητη.

Οι καταστάσεις που ζούμε καθημερινά στο δημόσιο χώρο, παρά την τυχαιότητα της συνάντησης και της συνύπαρξης μας τους άλλους, δεν αποτελούν γεγονότα εντελώς ακατανόητα. Απ’ εναντίας, αποτελούν «δοχεία εμπειρίας»(Vesely 2004),όλων των άλλων πραγμάτων και καταστάσεων που έχουμε ζήσει μέσα σε αυτόν και τους δίνουν νόημα. Ακόμα και αν δεν είμαστε πρωταγωνιστές, δεν είμαστε ποτέ απολύτως έξω από αυτές τις καταστάσεις, καθώς συμμετέχουμε (λιγότερο ή περισσότερο κάθε φορά) στη νοηματοδότησή τους. Η κατανόηση βέβαια αυτών των καταστάσεων δεν είναι ποτέ πλήρης ή οριστική και αποζητά διαρκή επερρώτηση και συνεχή αμφιβολία.

Ο κοινός αυτός τρόπος ύπαρξης στο δημόσιο χώρο δημιουργεί έναν ‘ορίζοντα κατανόησης’ μέσα στον οποίο τα πράγματα αποκτούν νόημα. Σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο ορίζοντας δεν λειτουργεί μόνο περιοριστικά σε αυτά που είναι εντός του οπτικού πεδίου του παρατηρητή. Η ύπαρξη του ορίζοντα μας επιτρέπει να φανταζόμαστε τι μπορεί να υπάρχει πέρα από αυτόν (Gadamer 2004).

 

4       Ο Δημόσιος Χώρος Σήμερα και στο Μέλλον

Στην προνεωτερική εποχή ο τρόπος με τον οποίο ήταν δομημένος ο δημόσιος χώρος καθόριζε την κοινωνική συμπεριφορά και την πολιτική δράση. Στις μέρες μας,όμωςπια,οι τόποι της αστικής κοινωνικής ζωής είναι πολλαπλοί και διανεμημένοι. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί μια μόνο από τις παραμέτρους της κοινωνική ζωής,  η οποία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, δεν είναι η πιο σημαντική.Η δυναμική που κάποτε είχε η δυνατότητα συγκέντρωσης και το πέρασμα μέσα από τους δημόσιους χώρους (πλατείες, δρόμους κτλ), συνήθως αντιμετωπίζονται, πια, ως κουλτούρες κατανάλωσης και πρακτικές διαπραγμάτευσης του αστικού περιβάλλοντος απέναντι στους ανώνυμους Άλλους, που βρίσκονται εκεί.Ταυτόχρονα υπάρχουν απόψεις που δίνουν έμφαση στην σύνδεση του δημόσιου χώρου με τα την αστική κουλτούρα, που ξεπερνά την απλή διάδραση των ανθρώπων για να συμπεριλάβει τη δυναμική που φέρνουν οι μη-ανθρώπινες διαδράσεις με την τεχνολογία και το δομημένο περιβάλλον ως μια ασυνείδητη μάλλον ανταπόκριση σε συνθήκες εντοπισμένης πολλαπλότητας (Amin 2008).

Ταυτόχρονα, οι ψηφιακές τεχνολογίες, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό,έχουν καταργήσει την ανάγκη για χωρική συνύπαρξη των ανθρώπων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι στις σημερινές ‘μιντιακές’ κοινωνίες το μεγαλύτερο τμήμα της πολιτικής συνδιαλλαγής δε λαμβάνει χώρα,πια,μέσα από την ταυτόχρονη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, αλλά συμβαίνει ετεροχρονισμένα και ετεροχωρικά. Παρ’ όλα αυτά,σημαντικοί θεωρητικοί των ψηφιακών τεχνολογιών, όπως οManuelCastells,επισημαίνουν ότι στην ψηφιακή εποχή η off-line δημόσια ζωή εξακολουθεί να παραμένει πολύ σημαντική, καθώς, ο βαθμός της κοινωνικής επαφής στο δημόσιο χώρο στην καρδιάς της πόλης, αποτελεί μέτρο της ζωτικότητάς της, που μπορεί να καθορίσει τη επιτυχία της στην παγκόσμια αγορά (Castells 2004; Apostol 2007).Η κοινωνική δυναμική του δημόσιου χώρου εξακολουθεί να αποτελεί ένδειξη και μέτρο της συμμετοχής στα κοινά. Η διασπάθιση και απομείωση του δημόσιου χώρου είναι μέτρο της αδύναμης κοινωνικής ζωής,έχοντας αιτιακή σχέση με την παρακμής της (Tonkiss 2006).

Οι άνθρωποι στο δημόσιο χώρο βρίσκονται όλοι μαζί, χωρίς επιλογή. Η DoreenMassey έχει περιγράψει το φαινόμενο αυτό με τον όρο ‘throwtogetherness’για να υπογραμμίσει τη διαφορετικότητα και την πολλαπλότητα της σύγχρονης αστικής ζωής στο δημόσιο χώρο(Massey 2005).Η κυκλοφορία των πολλαπλών ανθρώπινων σωμάτων σε έναν φυσικό δημόσιο χώρο «γεννά ένα κοινωνικό ήθος που εμπεριέχει τη δυνατότητα ισχυρών αστικών υποδηλώσεων» (Amin 2008).

Όλα τα παραπάνω αποτελούν επιχειρήματα που προσπαθούν να στηρίξουν τη θέση ότι το συν του δημόσιου χώρου δεν πρέπει να το βλέπουμε σαν κάτι πρόσθετο, ούτε σαν το πλεονάζον περίσσευμα του ιδιωτικού. Το διακύβευμα στο δημόσιο χώρο, δεν είναι ζήτημα ποσότητας αλλά ποιότητας σχέσεων. Το αστικό πλεόνασμα έχει νόημα όταν είναι ανοιχτό, πολύβουο, αποδέχεται τη διαφορετικότητα και τον αυτοσχεδιασμό και για να γίνει αυτό πρέπει συχνά να παραμένει αδόμητο ή με χαλαρό βαθμό καθορισμού(Jacobs 2016; Sennett 2006). Η πολλαπλότητα των σωμάτων,έτσι, δημιουργεί ένα πλεόνασμα που δημιουργεί κοινωνικές δυναμικές.

Ζητούμενο λοιπόν αποτελεί η αντιστροφή των πραγμάτων. Η διεκδίκηση της αντιστροφής της τρέχουσας πραγματικότητας, από το συν ως πρόσθετη αξία, στο συν ως το κοινό στοιχείο που συγκροτεί το δημόσιο χώρο. Το ζητούμενο αυτό δεν αποτελεί μόνο μια θεωρητική θέση. Υπάρχουν ήδη εκφρασμένες απόψεις που απαιτούν με πρακτικούς τρόπους την απορρόφηση της υπεραξίας της οικονομίας μέσω της αστικής ανάπτυξης και ανάπλασης(Harvey 2008).Η μόνη ελπίδα είναι η διεκδίκηση μιας πιο δημοκρατικής και ισόνομης ανακατανομής και ελέγχου στην παραγωγή και επαναχρησιμοποίηση της υπεραξίας του κεφαλαίου που παράγεται και επενδύεται στο δημόσιο χώρο (Harvey 2008). Η απαίτηση αυτή για επαναθέσμιση της πολιτικής και ηθικής διάστασης του δημόσιου χώρου, δεν αποτελεί ένα ρομαντικό όραμα, που προϋποθέτει απόλυτη συμφωνία και συναίνεση. Αντίθετα είναι μια προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για μια αγωνιστική πολιτική αντιπαράθεση που θα εμπεριέχει τον αντίλογο των διαφορετικών απόψεων (Amin και Thrift 2002).

Στο δημόσιο χώρο στις μέρες μας, έχει χαθεί το μέτρο και η κοινή αίσθηση που συγκροτεί υγιείς κοινότητες (Sennett 1992; Apostol 2007). Το πρόβλημα πολλές φορές είναι,πια,τι θα αποφύγει να κάνει ο αρχιτέκτονας ή ο πολεοδόμος καθώς σχεδιάζει. Πιθανόν ένα κεντρικό ζητούμενο για αυτούς που  σχεδιάζουν για το δημόσιο χώρο είναι να σταματήσουν να προσπαθούν να προσθέσουν νέα εξαιρετικά αριστουργήματα, και να εστιάσουν στην παραγωγή καλοσχεδιασμένων συνηθισμένων κτιρίων και υπαίθριων χώρων. Αυτή η οπτική όμως απαιτεί μια ολωσδιόλου διαφορετική ματιά των ηθικών αξιών μας,προϋπόθεση της οποίας είναι το ξαναγράψιμο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής(Ballantyne 2002, 48). Επίσης, θα απαιτούσε μια αλλαγή ηθικής στάσης απέναντι στο κτίζειν και το κατοικείν του δημόσιου χώρου, με τρόπο που η αξιόλογη επανάληψη να είναι εξίσου, αν όχι πιο, σημαντική από την διαρκή αναζήτηση της πρωτοτυπίας.

Παραπομπές
Κοραής, Αδαμάντιος. 1839. Απάνθισμα Επιστολών Αδαμαντίου Κοραή. Επιμέλεια Ιάκωβος Ρώτας. Αθήνα: Ράλλης Κ.
Amin, Ash. 2008. ‘Collective culture and urban public space’. City 12 (1): 5–24. https://doi.org/10.1080/13604810801933495.
Amin, Ash, και Nigel Thrift. 2002. Cities: Reimagining the Urban. Wiley.
Apostol, Ileana. 2007. ‘The Production of Public Spaces: Design Dialectics and Pedagogy’. Faculty of the Graduate School, University of Southern California. http://nethood.org/ileana/papers/2007_IleanaApostol_PoPS_finaldraft.pdf.
Aristotle. 1996. Aristotle: The Politics and the Constitution of Athens. Cambridge University Press.
Aureli, Pier Vittorio. 2016. ‘How We Became Architects’. The Real Review 1. http://thecityasaproject.org/2017/08/how-we-became-architects/.
Aurelius, Marcus. 1831. Μάρκου Αντωνίνου Αυτοκράτορος Των εις Εαυτών Βιβλία ΙΒ’. Μετάφραση Ιωσήφ Αμμέρ. Στράους.
Ballantyne, Andrew. 2002. ‘The Nest and the Pillar of Fire’. Στο What is Architecture?, επιμέλεια Andrew Ballantyne, 7–52. London and New York: Routledge, Taylor and Francis Group.
Castells, Manuel. 2004. ‘Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age’. Στο Comparative Planning Cultures, επιμέλεια Sanyal Bishwapriya, 2η έκδ. Routledge.
Cicero: De Re Publica: De Legibus. 1928. William Heinemann.
Gadamer, Hans Georg. 2004. Truth and Method. τ. Second Revised Edition. London, New York: Continuum.
Habermas, Jürgen. 2004. ‘Public Space and Political Public Sphere – the Biographical Roots of Two Motifs in My Thought’. Kyoto. http://ikesharpless.pbworks.com/f/Kyoto_lecture_Nov_2004,+Jurgen+Habermas.pdf.
———. 2015. The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a Category of Bourgeois Society. John Wiley & Sons.
Harries, Karsten. 1997. The Ethical Function of Architecture. Massachusetts: Massachusetts Institute of Technology.
Harvey, David. 2008. ‘The Right to the City’. New Left Review, II, , τχ. 53: 23–40.
Jacobs, Jane. 2016. The Death and Life of Great American Cities. Knopf Doubleday Publishing Group.
Lagueux, Maurice. 2004. ‘Ethics versus Aesthetics in Architecture’. The Philosophical Forum XXXV (2): 117–33.
Massey, Doreen. 2005. For Space. SAGE Publications.
Rosenfeld, Sophia A. 2011. Common Sense. Harvard University Press.
Schaeffer, John D. 1990. Sensus Communis: Vico, Rhetoric, and the Limits of Relativism. Duke University Press.
Sennett, Richard. 1992. The Fall of Public Man. W. W. Norton.
———. 2006. ‘The Open City’. Στο Urban Age. London: Cities Programme, London School of Economics and Political Science. https://www.richardsennett.com/site/senn/UploadedResources/The%20Open%20City.pdf.

Smith, Neil, Setha Low. 2013. ‘Introduction: The Imperative of Public Space’. The Politics of Public Space. 11 Ιανουάριος 2013. https://doi.org/10.4324/9780203390306-6.

Tonkiss, Fran. 2006. Space, the City and Social Theory: Social Relations and Urban Forms. 1 edition. Cambridge ; Malden, MA: Polity.

Vesely, Dalibor. 2004. Architecture in the Age of Divided Representation, The Question of Creativity in the Shadow of Production. Cambridge Massachusetts & London: MIT Press.