Search
Close this search box.

Περί χωρικού σχεδιασμού

του Χρυσού Μακράκη-Καραχάλιου*

Πηγή φωτογραφίας: Baedeker Peter-five(talk | contribs)
Πηγή φωτογραφίας: Baedeker Peter-five(talk | contribs)

Συστηματικά, όλες οι μόνιμες επιτροπές Χωροταξίας και Ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων στην Κεντρική Μακεδονία έχουν δείξει ενδιαφέρον για το θέμα του χωρικού σχεδιασμού. Και αυτό είναι θετικό από την άποψη ότι αυτό γίνεται στο πλαίσιο ενός θεσμικού φορέα. Και ο διάλογος γίνεται και αυτός οργανωμένα. Δεν γίνεται ούτε εν κρυπτώ, ούτε πίσω από τις πόρτες των Υπουργείων.

Θεωρούμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να γίνεται ο διάλογος για τόσο ευαίσθητα θέματα. Γιατί στην ουσία μιλάμε για ασφάλεια δικαίου, για επιμερισμό της ανάπτυξης, για επιμερισμό κοινωνικού κόστους, για δικαιοσύνη.

Δεν λέω ότι ως TEE είμαστε οι τέλειοι και τα κάνουμε όλα σωστά. Αλλά εν πάσει περιπτώσει, υπάρχει ένα πλαίσιο που γίνεται η συζήτηση.

Αυτό το πράγμα ΔΕΝ γίνεται στην Αθήνα.

Συστηματικά αποστέλλουμε τα κείμενά μας στο Υπουργείο. Μας συγχαίρουν, μας ευχαριστούν. Αλλά συστηματικά αγνοούν τον φορέα. Και όχι μόνο το Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και το ΤΕΕ και όλους τους φορείς.

ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ. Γιατί καταλήγουμε σε αυτό που είδαμε πρόσφατα. Δηλαδή, ξαφνικά και χωρίς κανένας να το περιμένει να καταργούνται οι χρήσεις γης. Να μην προτείνεται τίποτε άλλο και να μένουμε ξεκρέμαστοι. Άντε να το εξηγήσεις εσύ στον ξένο επενδυτή.

Πάλι θα φταίει ο σχεδιασμός. Πάλι θα αρχίσουν να λένε κάποιοι να καταργηθεί εκείνο και να γίνει το άλλο. Και τελικά στο πλαίσιο μιας αποσπασματικής συζήτησης που διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς τους φορείς, χωρίς διαφάνεια, πάλι σε πρόβλημα θα καταλήξουμε.

Συνεπώς, είναι πολύ θετικό αυτό που κάνει η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ/ΤΚΜ. Ότι ενέκρινε τη συγκρότηση μιας τέτοιας Ομάδας Εργασίας.

Τι καλούμαστε να διαχειριστούμε στο πλαίσιο αυτής της ομάδας και τι επιδιώκουμε.

Για να το απαντήσω αυτό πρέπει να κάνω μια διάκριση. Μεταξύ αυτού που λέμε εμείς χωροταξία και πολεοδομία στην Ελλάδα και αυτού που εννοούν στις άλλες χώρες που λέγονται και είναι ανεπτυγμένες. Που προάγουν την επιχειρηματικότητα.

Δεν είμαστε το ίδιο.

Ακόμη και στις πιο ακραίες μορφές του νεοφιλελευθερισμού, όπως στην Αγγλία επί Θάτσερ, η χωρική πολιτική παρέμεινε πολύ πιο παρεμβατική και υπό κρατικό έλεγχο, απ’ ότι στην πιο σοσιαλιστική στιγμή της ελληνικής μεταπολίτευσης. Και μετα-μεταπολίτευσης να πω εγώ για να είμαστε όλοι χαρούμενοι ότι αφήσαμε ένα στίγμα σε αυτόν τον τόπο.

Άρα το ερώτημα σχεδιασμός ή μη-σχεδιασμός, παρεμβατισμός ή απορρύθμιση ΔΕΝ υφίσταται, όπως το εννοούμε εμείς.

Σε καμία προηγμένη χώρα.

Σε εμάς μόνο υφίσταται.

Αυτό για να διευκρινίσουμε ότι αυτοί που μιλάνε για απορρύθμιση σήμερα στην Ελλάδα στον χωρικό σχεδιασμό (και γενικότερα) ΔΕΝ ξέρουν τι τους γίνεται. Ή κατά μια άλλη εκδοχή ξέρουν πολύ καλά τι τους γίνεται.

Εμείς δεν θέτουμε το ερώτημα μεταξύ απορρύθμισης και παρεμβατισμού. Λέμε ότι το ερώτημα είναι επίπλαστο. Λέμε ότι έχουμε ένα χάος και πρέπει να το βάλουμε σε τάξη. Ενώ έχουμε υπερρύθμιση.  Άρα πρέπει να συμμαζέψουμε τα του οίκου μας. Αν θέλουμε να είμαστε σοβαρή χώρα και να μας παίρνουν και οι υπόλοιποι σοβαρά. Να έρχονται και να επενδύουν.

Επομένως, αυτή η κουβέντα που γίνεται για απορρύθμιση, όπως ακριβώς συμβαίνει και έξω, ΔΕΝ μας αγγίζει ως χώρα. Μακάρι να «απορρυθμιστούμε» στο βαθμό που έχει απορρυθμιστεί η Ολλανδία, η Δανία, η Αγγλία. Θα είναι επιτυχία.

Πιο στα καθ’ ημάς. Πραγματικά τα τελευταία χρόνια βρεθήκαμε αντιμέτωποι με έναν καταιγισμό εξελίξεων, οι επιπτώσεις του οποίου δεν έχουν αποτυπωθεί. Εγώ θα μείνω σε κάποια από αυτά. Στο 2ο Μνημόνιο συμπεριλήφθηκε η ανάγκη για την αναθεώρηση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας. Η οποία εντάχθηκε στο πλαίσιο του υποκεφαλαίου για τη  «Βελτίωση του Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ενίσχυση του Ανταγωνισμού στις Ανοικτές Αγορές». Ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ευελιξία στην αξιοποίηση ακινήτων για ιδιωτικές επενδύσεις. Αυτό από μόνο του είναι λάθος. Και γιατί η ανάπτυξη δε μπορεί να έρθει μόνο από κάποιες μεγάλες επενδύσεις. Δεν νομίζω ότι υπάρχει χώρα που να μην στηρίζεται και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και να αποβλέπει για την επιβίωση της μόνο στις άμεσες ξένες επενδύσεις.  Και γιατί ό σχεδιασμός δεν αφορά μόνο σε αυτό. Αν εστιάσεις σε κάτι τόσο αποσπασματικό θα δημιουργήσεις άλλα προβλήματα. Αν κοιτάξει κάποιος όλη την κουβέντα που γίνεται  πάνω από μια δεκαετία –από την επόμενη μέρα του 2508 θα έλεγα- για τη μεταρρύθμιση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, θα δει μια σειρά από επαναλαμβανόμενους άξονες στους οποίους θα πρέπει να στοχεύσει η χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση. Αποκέντρωση, συνολική ρύθμιση του χώρου και μια σειρά άλλοι. Εμείς τι κάνουμε; Ξεχνάμε τους άξονες και επιλέγουμε μέτρα του κάθε άξονα, τα οποία επιλεκτικά προωθούμε στοχεύοντας στην αντιμετώπιση κάποιων ειδικών προβλημάτων. Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Από αυτήν την άποψη και ο 4269 είναι μεταβατικός νόμος. Αν δεν κάνουμε μια συζήτηση στη βάση αξόνων πολιτικής θα χάσουμε ΚΑΙ τη συνταγματική αναθεώρηση. Η συγκεκριμένη Βουλή είναι προπαρασκευαστική και πρέπει να υπάρξουν ολοκληρωμένες απόψεις.

Συμβαίνουν και μια σειρά άλλες αλλαγές που μας επηρεάζουν.

  • Αποψίλωση του διοικητικού μηχανισμού από στελέχη. Που ούτως ή άλλως λειτουργούσε στο κόκκινο. Και έλλειπαν και τα εξειδικευμένα στελέχη.
  • Αλλαγές στη φορολογία γης. Το οποίο από μια άποψη μπορεί να είναι και μια ευκαιρία.
  • Καταβαράθρωση του κατασκευαστικού κλάδου. Κάτι θα προκύψει.
  • Έλλειψη νέων μελετών στον κλάδο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Και αυτό είναι σημαντικό. Γιατί άμα το σύστημα ξαναμπεί σε ροή θα δούμε ότι θα έχουμε δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό μελετητών. Οι παλαιοί θα έχουν βγει στη σύνταξη και οι νέοι δεν θα έχουν δουλέψει στο αντικείμενο ποτέ τους ή έστω ελάχιστα.
  • Απελευθέρωση των εκπτώσεων στις μελέτες, που έχει οδηγήσει σε αποψίλωση των μελετητικών γραφείων.

Επομένως, αν  κάποια στιγμή είχαμε κατορθώσει να έχουμε κάτι που να ήταν «κλάσμα» ενός συστήματος σε λίγο δεν θα έχουμε τίποτα.

Αυτά από μόνα τους θεωρώ ότι απαντάνε στο ερώτημα για το αν εξακολουθεί να είναι επίκαιρη η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του συστήματος χωρικού σχεδιασμού.

Τι εκτιμούμε ότι πρέπει να κάνουμε και ποια είναι η λογική στο σύστημα δουλειάς μας.

1ον Πρέπει να δούμε συνολικά το σχεδιασμό ως ένα σύστημα. Επομένως, να δούμε εκείνες τις παραμέτρους που συνθέτουν ένα σύστημα.

Ένα σύστημα συνεπάγεται δομές. Και οι δομές συνεπάγονται ανθρώπινο δυναμικό. Άρα η ποιοτική κατά βάση ενίσχυση του εμπλεκόμενου ανθρώπινου δυναμικού είναι ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος.

Ένα σύστημα συνεπάγεται διαδικασίες. Άρα απαιτούνται κανόνες καλής νομοθέτησης. Κωδικοποίηση και απλοποίηση των διαδικασιών. Είναι αυτό που λέει η Αθηνά Γιαννακού. Εγώ είμαι πολεοδόμος. Δεν είμαι και δεν πρέπει να είμαι νομικός.

Ένα σύστημα συνεπάγεται χρηματοδότηση. Και για να λειτουργήσει και για να πετύχει τους στόχους του και για να αναπαραχθεί.

2ον Ποιες είναι οι παράλληλες ενέργειες που πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε το στόχο μας.

Για να πετύχει η μεταρρύθμιση θα πρέπει να προωθηθούν και μια σειρά από συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις στον αστικό κώδικα, το φορολογικό δίκαιο, την προώθηση της μητροπολιτικής διακυβέρνησης, που θα συνδράμουν στην επίτευξη των μεταρρυθμιστικών στόχων της χωροταξικής και πολεοδομικής μεταρρύθμισης. Έχουμε ένα πρόσφατο και θετικό παράδειγμα στη χώρα μας. Μου το επεσήμανε ο Τάκης ο Δούμας. Πώς βάλαμε το φυσικό αέριο στα σπίτια μας. Σε λιγότερο από μια δεκαετία. Με αλλαγές στον αστικό κώδικα, με προγράμματα χρηματοδοτικής ενίσχυσης, που ήρθαν όλα μαζί και έδεσαν.

Επίσης, είναι προφανές σε όλους μας ότι μεταρρύθμιση ΔΕΝ είναι ένας Νόμος.

Μεταρρύθμιση συνιστά ένα συγκροτημένο πρόγραμμα εφαρμογής, προσαρμογής, στήριξης και παρακολούθησης όχι μόνο του στόχου, αλλά και του ρυθμού επίτευξής του. Χαρακτηριστικό είναι, σε μια δουλειά που έχει γίνει για τον ΣΕΒ και για την ΧΩΠΟΜΕ, ότι εκεί προτείνεται η  συγκρότηση ενός «ολοκληρωμένου κεντρικού Μηχανισμού Εφαρμογής των Μεταρρυθμιστικών Παρεμβάσεων». Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η κατάλληλη λύση. Προσωπικά παθαίνω αλλεργία με τους πολλούς φορείς. Δεν χρειάζεσαι πολλούς φορείς. Το αντίθετο χρειαζόμαστε. Να τους μαζέψουμε όλους σε έναν. Εντυπωσιάζομαι και με τον ΣΕΒ.

Ούτε βέβαια θεωρώ ότι ένα σύστημα μπορεί να μεταρρυθμιστεί τόσο γρήγορα αν δεν υπάρχει μια «κουλτούρα»/ «δίψα» να το πω μεταρρύθμισης. Δηλαδή το πιο πιθανό είναι ότι θα πάμε σε μια μακρόπνοη διαδικασία αλλαγών, παρά σε ένα πρόγραμμα 100 ημερών. Πιο πιθανό είναι να πάμε μέσω της κόκκινης τεθλασμένης γραμμής παρά μέσω της ευθείας μαύρης γραμμής. Χωρίς να λέω ότι δεν θα προτιμούσα το πρώτο. Νομίζω ότι αυτό διδάσκει η εμπειρία του 1337. Από το πόσο διήρκεσε η ένταξη στο σχέδιο μέχρι το πώς δούλεψαν οι πολεοδομικές επιτροπές γειτονιάς ως ένα παράδειγμα διαβούλευσης και συμμετοχής. Όπως μου είχε μεταφερθεί τουλάχιστον. Γίνανε, στις πρώτες συναντήσεις πήγαν όλοι, στη δεύτερη πήγαν οι μισοί, στην τρίτη δεν πήγε κανένας.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να έχουμε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Δεν μπορούμε να σέρνουμε μια διαδικασία στο άπειρο. Θα πρέπει να έχουμε έναν οδικό χάρτη με ορόσημα.

Επομένως, ποιοι είναι αυτοί οι άξονες και ποια είναι αυτά τα 2-3 πράγματα που πρέπει να γίνουν άμεσα.

Το ζήτημα είναι το εξής. Που στοχεύει η πολιτική μας και τι κάνουμε γι’ αυτό.

Το πρώτο είναι ότι μιλάμε για Μεταρρύθμιση της έγγειας ιδιοκτησίας και σύλληψη της υπεραξίας της γης.

Με τον 1337/83 αναγνωρίσαμε ένα πρόβλημα –αυτό της ανάγκης ένταξης στο σχέδιο των περιαστικών κυρίως περιοχών, προκειμένου να αποκτήσουν στοιχειώδεις υποδομές. Και το παλέψαμε … Σήμερα, έχουμε ένα αντίθετο πρόβλημα. Την παρακμή των πόλεών μας. Ιδίως των τμημάτων που κτίστηκαν πρώτα. Αλλά και των τμημάτων που εντάχθηκαν στο σχέδιο με τον 1337 και για τα οποία οι πράξεις εφαρμογής ήταν ελλειμματικές.

Βασικό ζητούμενο για την αναζωογόνηση των πόλεών μας αποτελεί η μεταρρύθμιση της έγγειας ιδιοκτησίας  και η σύλληψη της υπεραξίας της γης. Με τον Ν. 4315/14 (άρθ. 1 & 2) για τις εισφορές θεσπίστηκε το αυτονόητο που λέει ο Τάκης ο Δούμας. 31 χρόνια μετά τον Ν. 1337/83. Ότι δηλαδή δε μπορεί πλέον να προκύπτει ελλειμματικό το ισοζύγιο για τη συντέλεση των Πράξεων Εφαρμογής. Δε μπορεί το κράτος να αποζημιώνει τη γη για την υλοποίηση ΚΧ και ΚΦ εντός σχεδίου. Ωστόσο, το ερώτημα είναι γιατί να περιοριστούμε σε αυτό και να μην πάμε ένα βήμα παραπέρα. Με βάση τη λογική του συγκεκριμένου Νόμου είναι προφανές ότι οι νέες περιοχές που θα ενταχθούν στο σχέδιο θα έχουν πολύ διαφορετική εικόνα από τις περιοχές που ήδη έχουν ενταχθεί στο σχέδιο με ελλειμματικές πράξεις εφαρμογής. Ο τρόπος για να αντισταθμιστεί αυτό είναι μέσω της επένδυσης στις ήδη ενταγμένες περιοχές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό στις σημερινές συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας (ενδεχομένως δεν ήταν και ποτέ εφικτό). Πώς θα μπορούσε να βοηθηθεί η κατάσταση; Η απάντηση βρίσκεται σε εργαλεία όπως είναι η Τράπεζα Γης. Όμως κάτι τέτοιο μπορεί να προσεγγιστεί με πολλούς τρόπους. Μια προσέγγιση είναι στις νέες πολεοδομούμενες περιοχές να προβλέπεται πρόσθετη εισφορά γης για τη δημιουργία Τράπεζας (Πολεοδομημένης) Γης, που αποτελεί το κεφάλαιο για τη συντέλεση της αστικής αναζωογόνησης. Άλλη προσέγγιση είναι να διατηρηθούν κάποια μεγάλα δημόσια ακίνητα στις παρυφές των πόλεων στην κατοχή του δημοσίου, να πολεοδομηθούν και να λειτουργήσουν αυτά ως Τράπεζα (Πολεοδομημένης) Γης. Παλαιότερα είχε γίνει κουβέντα για τέτοια ακίνητα. Είπε χθες και ο κος Πιτσιόρλας ότι είναι ανοικτός σε τέτοιες συζητήσεις.

Αντίστοιχα, είναι η ώρα τώρα να δούμε το ζήτημα της εκτός σχεδίου. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο αυτό. Έχει υπάρξει μια φορολογική καταιγίδα που κάνει τους ιδιοκτήτες γης –όσους έχουν στην κατοχή τους γήπεδα που δεν έχουν κάποια χρήση- ιδιαίτερα θετικούς στο να παραχωρήσουν το δικαίωμα δόμησης έναντι φορολογικών ανταλλαγμάτων. Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα σημείο όπου τα γήπεδά τους δεν έχουν καμία προοπτική και το μόνο που συνεπάγονται είναι να οδηγούν σε φορολογικά βάρη. Θα πει κανείς «είναι δυνατόν το δημόσιο τώρα να απολέσει φορολογητέα ύλη»; ΜΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΧΕΙ. Με τη γλώσσα των αριθμών 8 στους 10 δεν πληρώνουν ΕΝΦΙΑ. Αν τους απαλλάξεις πλήρως έναντι τέτοιων βαρών παραχωρώντας σου σε αντάλλαγμα το δικαίωμα δόμησης στην ουσία τους ανακουφίζεις.

3ον η Αναδιοργάνωση του διοικητικού μηχανισμού παραγωγής και ελέγχου του χωρικού σχεδιασμού.

Η ανάγκη αναδιοργάνωσης του διοικητικού μηχανισμού παραγωγής και ελέγχου του χωρικού σχεδιασμού αποτελεί αίτημα των φορέων του σχεδιασμού ήδη πριν από την κρίση. Στο πλαίσιο μιας (ημιτελούς) αποκέντρωσης των αρμοδιοτήτων του σχεδιασμού που προωθήθηκε με τον 2508, η προβληματική εστιαζόταν κυρίως σε δύο σημεία:

α) Στην ανάγκη ενίσχυσης του επιτελικού ρόλου της Κεντρικής Διοίκησης (τέως ΥΠΕΧΩΔΕ) και την έκδοση κατευθύνσεων προς τους υπόλοιπους φορείς του σχεδιασμού σε συστηματική βάση. Κάτι που είχε να γίνει από την εποχή του Αντώνη Τρίτση.

β) Στην αντιμετώπιση της ελλιπούς στελέχωσης και τεχνογνωσίας των αρμόδιων υπηρεσιών των Περιφερειών και των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ, που ήταν κατά νόμο αρμόδιες για την κατάρτιση των ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ.

Αυτά δεν έγιναν. Πιο ήταν το αποτέλεσμα; Ένα 80% των ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ που εκπονήθηκαν μετά την έκδοση των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων (2008, 2009) δεν είναι εναρμονισμένα με αυτά και σε πολλές περιπτώσεις ούτε και με τα παλαιότερα (2003) Περιφερειακά Πλαίσια. Εν μέρει γιατί οι υπηρεσίες που ήταν επιφορτισμένες με τον ρόλο της επίβλεψης και του εναρμονισμού των σχεδίων διαφόρων επιπέδων δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά σε αυτόν. Συνέπεια του τελευταίου θεωρείται η δυσχέρεια στην πρόοδο των σχετικών διαδικασιών και η δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων για τη δικαστική αμφισβήτηση των ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ (μετά την έγκρισή τους) και η ευδοκίμηση των σχετικών προσφυγών σε βάρος τους.

Στην πορεία, προέκυψε ο «Καλλικράτης», ο οποίος από μόνος του «… υπήρξε καταστροφικός. Μείωσε αντί να αυξήσει την διοικητική ικανότητα απόκρισης των απομεινασών Υπηρεσιών και Φορέων». Επέτεινε περαιτέρω την αδυναμία της δημόσιας διοίκησης και της αυτοδιοίκησης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που υπήρχαν.

Σήμερα, «… το όλο σύστημα του χωρικού σχεδιασμού «δίνει την εντύπωση ενός μισοτελειωμένου, αλλά και μισοεγκαταλελειμένου οικοδομήματος. Το οποίο διαχειρίζεται με δυσφορία, αδιαφορία και σχεδόν απέχθεια μια επίσης μισοδιαλυμένη και χωρίς στόχους δημόσια διοίκηση».

Εξακολουθεί να υπάρχει «… τεράστια έλλειψη καταρτισμένων επιστημόνων στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Και κεντρικά και περιφερειακά. Με αποτέλεσμα αδυναμίες ταχείας διεκπεραίωσης υποθέσεων, διστακτικότητα και αναβλητικότητα λήψης αποφάσεων». «Για να εξοικονομηθούν 10-20 θέσεις εξειδικευμένων μηχανικών υπαλλήλων ανά Περιφέρεια (που δεν εξοικονομήθηκε καμία τελικά καθώς δεν απολύθηκε κανένας, απλώς όλοι οι υπάρχοντες διασκορπίστηκαν προς άλλες υπηρεσίες και αδρανοποιήθηκαν) προκαλούνται επί σειρά ετών ζημίες εκατοντάδων εκατομμυρίων και χάνονται πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας στην επιχειρηματικότητα όλων των μορφών και επιπέδων από την τρομακτική επιβράδυνση όλων των διαδικασιών».

Πώς επιλύονται τα συσσωρευμένα προβλήματα εναρμόνισης μεταξύ των επιπέδων σχεδιασμού και η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων; Υπό το πρίσμα, μάλιστα, της αποψίλωσης των υπηρεσιών της Κεντρικής Διοίκησης και της Αυτοδιοίκησης. Είναι αναγκαία η προώθηση μιας ρηξικέλευθης πρότασης που αξιοποιεί την εμπειρία άλλων χωρών και η οποία είναι αυτή του επιθεωρητή για τον χωρικό σχεδιασμό (planning inspector). Το σώμα των επιθεωρητών για τον χωρικό σχεδιασμό είναι μια ανεξάρτητη αρχή που δρα τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και τοπικά και διασφαλίζει την συμβατότητα μεταξύ των σχεδίων διαφόρων επιπέδων (αλλά και του ίδιου επιπέδου) τόσο κατά την εκπόνησή τους, όσο και όταν πλέον βρίσκονται σε ισχύ, παρέχοντας σχετικές διευκρινίσεις. Σε χώρες όπως η Πορτογαλία, οι επιθεωρητές είναι ιδιώτες που έχουν ενταχθεί σε σχετικό μητρώο. Σε μια τέτοια λογική θα μπορούσε ακόμη και το ΤΕΕ να διαδραματίσει το ρόλο του φορέα τήρησης του Μητρώου και κατάρτισης των μελών του.

4ον Ανταπόκριση στην αναπτυξιακή προοπτική.

Τα ζητήματα είναι πολλά. Το βασικό όμως είναι ότι σε σχέση με μια πολύ ευμετάβλητη κοινωνικο-οικονομική συγκυρία, ο σχεδιασμός δεν είναι ευέλικτος και δεν είναι και γρήγορος. Περιέγραψε χθες ο κος Πιτσιόρλας πώς οι γειτονικές χώρες προωθούν πολιτικές λαμβάνοντας υπόψη τις δικές μας αδυναμίες. Αναφέρθηκε κυρίως στο φορολογικό καθεστώς και στους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Αλλά και στα έργα υποδομών που προωθούν για την ανάπτυξη των λιμανιών τους σε βάρος του Λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Άρα πρέπει να είμαστε επιχειρησιακοί και αποτελεσματικοί. Θεωρούσαμε ότι με τον 4269 θα πάμε σε ένα πιο στρατηγικό σύστημα σχεδιασμού. Αντ’ αυτού είδαμε με κάποια έκπληξη να προτείνεται η θεσμοθέτηση των Γενικών Πολεοδομικών –των τοπικών χωρικών σχεδίων- τώρα με Προεδρικό Διάταγμα. Είδαμε και τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια βέβαια. Που είναι ένα θετικό βήμα και ένα καλό εργαλείο φτάνει να προωθηθεί σωστά και να μην υποκαταστήσει τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Γιατί τότε θα περιπέσουμε στην τραγωδία των κοινών. Δηλαδή η αποσπασματικότητα να συνεπάγεται ατομικά πλεονεκτήματα αλλά κοινά μειονεκτήματα.

Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση –το να εγκρίνονται τα τοπικά χωρικά σχέδια με Προεδρικό Διάταγμα – είναι λάθος. Καταλαβαίνουμε τη λογική, αλλά αυτή είναι νομικού χαρακτήρα και από τεχνικής απόψεως λανθασμένη. Στην ουσία ο νομοθέτης σου λέει ότι αφού έχεις πρόβλημα εναρμόνισης των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων με τον υπερκείμενο σχεδιασμό, ας γίνεται ένας έλεγχος από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το πρόβλημα πιο είναι σε αυτό; Εντάξει, υπάρχει το πρόβλημα του κατά πόσο θα μπορεί το Συμβούλιο να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο όγκο δουλειάς. Πριν τον 4269, οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις και η αναποτελεσματικότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού αποδίδονταν στη χρονοβόρα διαδικασία έγκρισης των Πολεοδομικών Μελετών με Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ). Η παραπάνω διαδικασία απαιτούσε και απαιτεί ακόμη και σήμερα για τις ανολοκλήρωτες Πολεοδομικές Μελέτες χρονικό διάστημα 15-20 ετών. Οι συνέπειες των καθυστερήσεων είναι τεράστιες έως το σημείο, να μη μπορεί να εφαρμοστεί μια Πολεοδομική Μελέτη γιατί έχει σχεδιαστεί με δεδομένα προ 20ετίας. Ας πούμε ότι την δουλειά αυτήν θα αναλάβει να την κάνει ο planning inspector.

Και πάλι, αυτό που παραγνωρίζει ο νομοθέτης είναι ότι τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια, στο βαθμό που θα εξακολουθήσουν να μπαίνουν σε κλίμακα 1/5000, με πολύ ασαφή υπόβαθρα της ΓΥΣ θα οδηγήσουν σε επιδείνωση των προβλημάτων ερμηνείας, λόγω και της ενίσχυσης του κανονιστικού τους χαρακτήρα. Η εκτίμηση και ο φόβος είναι ότι τα ΕΧΣ θα γίνουν το βασικό εργαλείο του σχεδιασμού. ΕΧΣ πρέπει να υπάρχουν. Υπάρχουν και σε άλλες χώρες. Αλλά ως συμπληρωματικό εργαλείο.

Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η περαιτέρω ενίσχυση του στρατηγικού χαρακτήρα των ΓΠΣ, με αναδιάταξη του περιεχομένου τους, όπως επίσης και του περιεχομένου των ΠΜ. Ως εκ τούτου, τα ΓΠΣ χρειάζεται να περιοριστούν στο επίπεδο ενός δομικού σχεδίου (που τυπικά υλοποιείται σε κλίμακα 1:25.000) και εγκρίνεται  ακόμη και με απόφαση Περιφερειάρχη. Οι ΠΜ εκπονούνται σε 2 στάδια: το πρώτο καταλήγει στην πολεοδομική οργάνωση (σήμερα τμήμα της Β’ Φάσης των ΠΜ), η οποία γίνεται σε σωστά υπόβαθρα και θεσμοθετείται με ΠΔ/γμα, ενώ το δεύτερο καταλήγει σε Ρυμοτομικό Σχέδιο με Πολεοδομικό Κανονισμό και θεσμοθετείται με απόφαση Περιφερειάρχη).

Αυτές είναι μόνον κάποιες από τις προτάσεις, που φυσικά σε κάθε γύρο συζητήσεων εμπλουτίζονται.

*Ο Χ.Μακράκης- Καραχάλιος (ΜΧΠΠΑ) είναι πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπής Χωροταξίας κι Ανάπτυξης του  ΤΕΕ/ΤΚΜ. Το κείμενο που διαβάσατε προέρχεται από την εισήγησή του στο πρόσφατο Αναπτυξιακό Συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΚΜ στις 9-10 Ιουνίου